Σελίδες

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

Σωσώ Ζερό - "ΑΝΗΣΥΧΟΣ" ("άσε τη ζωή που κάνεις, ψάξε τη ζωή που χάνεις"!)


Κάποιες μικρές δικές μου σκέψεις:

  Οι φοβισμένοι χρειάζονται σωτήρες. Οι μέτριοι χρειάζονται ήρωες. Οι άπληστοι χρειάζονται νόμους. Οι ελεύθεροι...χώρο! Και αυτοί οι τελευταίοι, οι πολύ λίγοι (έστω και εσωτερικά ελεύθεροι) ανάμεσα στους πολλούς, είναι και αυτοί που καταδιώκονται λυσσαλέα και ανελέητα απ'όλους τους προηγούμενους, από τους "ιδρυματοποιημένους" μέσα στα πνιγηρά κοινωνικά κελιά, από τις στρατιές των υποτακτικών και των εποπτών τους, κάνοντας τη ζωή πολύ πιο εύκολη στους κλειδοκράτορες αυτού του νοσηρού και μισάνθρωπου κόσμου...

Να επισημάνουμε επίσης:
"Να φυλάγεσαι από εκείνους που θέλουν να ζήσουν τη ζωή τους ήσυχα και ειρηνικά. Είναι αδίστακτοι." Claes Andersson
 (Δες κι αυτά:  Συμπέρασμα: Καυλώνω άρα υπάρχω!
λοιπόν, ας αφήσουμε αυτούς που ονειρεύονται... )


ΑΝΗΣΥΧΟΣ

"Η Επιβίωση των Ανήσυχων -σε ένα κόσμο, που ελέγχεται και δουλεύει για τους Φιλήσυχους- είναι ένα μυστήριο, που δέν κατάφερε κανείς να λύσει ως τώρα. Μυστήριο: μια μεγαλειώδης, περίπλοκη αλήθεια, βαθειά κι ασύλληπτη, που κάνει να φαίνονται μπροστά της όλες οι άλλες αλήθειες, μικρές, ψεύτικες κι ανούσιες..."


Δέν αντέδρασε.
Δέν ήταν η πρώτη φορά, που δεχόταν την προσβολή αδιαμαρτύρητα, αλλά τού ήταν αδύνατο να το υποστεί και σήμερα. Και μπροστά σε τόσο κόσμο. Εδώ και καιρό, πολύ καιρό η ίδια ιστορία! Ξεροκατάπιε. Δέ μίλησε. Πάλι δέ μίλησε! Ένιωσε να σιγοβράζει, να φουντώνει το αίμα του, να σκάει το κεφάλι του από θυμό, να πνίγεται... Κάνοντας ένα νεύμα στον Επόπτη γραμμής, έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στις τουαλέτες τού κεντρικού κτιρίου, για να πάρει μια βαθιά ανάσα. Έριξε νερό στο μέτωπο του και έπιασε την καρδιά του. Πόσο θα ‘θελε να ‘χει το θάρρος εκείνου τού παλιόφιλου, τού Νικόλα, που πήγε και κάπνισε ένα ολόκληρο τσιγάρο παρακαλώ στις τουαλέτες, αψηφώντας το συναγερμό και την σχεδόν αυτόματη σύλληψη του -από την Ασφάλεια τού Ιδρύματος- σαν ιδανικός αυτόχειρας... Πόσο θα ‘θελε να βροντήξει δυνατά την πόρτα πίσω του φωνάζοντας και βλαστημώντας για τα χαμένα του όνειρα, για την κακή του νιότη... αλλά όχι... δέ θα τους έκανε τη χάρη! Μόλις η καρδιά του πήρε τον κανονικό της χτύπο, γύρισε στωικός και ελαφρά χαμογελαστός στο πόστο του. Σκέφτηκε, πως ο λόγος τού Επόπτη ήταν σε όλους εριστικός. Σε όλους ειρωνικός -τον είχαν πια συνηθίσει- και πως η απαξία στη δουλειά και στην υπερπροσπάθεια τους, δέν ήταν παρά ο τρόπος τού άξεστου ανώτερου να ρίχνει ύπουλα το ηθικό των κατωτέρων του.


Το Ίδρυμα βρίσκεται στο κέντρο τής πόλης -μοίρα και προορισμός μαζί- και το σέβονται όλοι όσοι δέν ομολογούν, πως το φοβούνται. Ζούνε χάρη σ’ αυτό τουλάχιστον οι μισές οικογένειες τής πόλης, αφού το λιγότερο ένα μέλος από καθεμιά τους είναι διορισμένο ισόβια με δυνατότητα μικρών αυξήσεων ανά δεκαετία, καθώς και συνταξιοδότηση. Κανείς δέν ονειρεύτηκε ποτέ να δουλέψει εκεί, αλλά ποιός πετάει μια τέτοια οριακά καλή τύχη απ’ το παράθυρο; Έτσι, από τη μια μέρα στην άλλη, ο καθένας μπορεί να πάει αρχικά για λίγο καιρό και εν τέλει να μείνει μια ζωή, αφού τη μικρύνει βεβαίως αρκετά, ώστε να χωρέσει. Πάει λέει, μέχρι να αποφασίσει με ποιο τρόπο θα πραγματοποιήσει το μεγάλο του Όνειρο, αυτό δηλαδή, που γεννήθηκε ο καθένας, για να ζήσει. Όλοι έχουν από ένα τέτοιο μεγάλο Όνειρο, αλλά αν δέν έχεις τίποτα χειροπιαστό στα χέρια σου, κάλλιο για λίγο η δουλειά στο μεγάλο Ίδρυμα. Είναι γνωστό σε όλους, πως τα έσοδα, που εξασφαλίζει το ίδρυμα είναι οριακά αν δέν δουλεύει και κάποιος άλλος στο σπίτι, σε δουλειά εκτός Ιδρύματος. Εξακολουθεί ωστόσο, να είναι μια καλή δουλειά με τις κάθε φορά σημερινές συνθήκες.

Μια μέρα σαν κι αυτή, μια τέτοια μέρα, δέν θα ‘πρεπε καν να έρθει για δουλειά, όχι να τού μιλάνε κιόλας κατά αυτόν τον τρόπο! Για πάρα πολλά βασανιστικά λεπτά, δηλαδή μέχρι το τέλος τής βάρδιας, δέν μπορούσε να αποφασίσει τί πραγματικά τον πείραξε περισσότερο: Το ότι ήρθε στη δουλειά αμέσως μετά την κηδεία τού πατέρα του ή το ότι περίμενε να εκτιμηθεί αυτή η πράξη του από το Ίδρυμα και δέν εκτιμήθηκε; Γεμάτος αηδία για τον εαυτό του, πρώτη φορά τόσο μεγάλη, ήθελε να τρέξει, να φωνάξει, να κάνει σαματά. Ήθελε να ουρλιάξει, να πάψει να σιωπά και να ζητά τη λύπηση, να γδάρει μέχρι αίμα το λαρύγγι του, να βγει και να κορνάρει όλα τα αμάξια στο δρόμο μαζί, να βγει και να χτυπήσει ταυτόχρονα όλα τα κουδούνια σ’ όλους τους δρόμους και να φωνάξει στα θυροτηλέφωνα, ότι σήμερα έχασε για πάντα τον πατέρα του και ότι ποτέ δέν θα πραγματοποιήσει το Όνειρο του. Ήθελε να τους πει, πως σήμερα πήγε για δουλειά μετά την κηδεία του και πως το Ίδρυμα δέν έδειξε ούτε τόσο δα έλεος...

Εκτός Ιδρύματος; -Εκεί πια κι αν είναι δύσκολα!
Στις εκτός Ιδρύματος δουλειές, δέν ισχύουν οι μικρές αυξήσεις, αλλά και με κανέναν τρόπο η συνταξιοδότηση, αφού με τις προγραμματισμένες τακτές απολύσεις, ποτέ δέν επαρκούν σε κάποιον τα εργάσιμα χρόνια. Σε μερικές από αυτές τις δουλειές δέν υπάρχουν καθόλου δικαιώματα και σε κάποιες άλλες ούτε καν ωράρια, ενώ ο μισθός των υπαλλήλων, υπολογίζεται στο μισό τής χαμηλότερης δυνατής εκτίμησης τής αξίας τους. Ο μισθός τού Ιδρύματος δέν φτάνει. Είναι μετρημένος έτσι, μια-μια τη δεκάρα, ώστε να μή φτάνει. Θα πρέπει λοιπόν, φρόνιμα-φρόνιμα να δουλεύει κι άλλος ένας τουλάχιστον από την οικογένεια σου, δηλαδή μ’ αυτόν τον τρόπο η οικογένεια είναι υποχρεωτική, εκτός κι αν έχει χαθεί από φυσικά αίτια. Στην περίπτωση αυτή, τη γλυτώνει κάποιος με ένα μικρό πρόστιμο και «διαπιστευτήρια κανονικότητας» από τον πιο κοντινό συγγενή, που θα δεχτεί να υπογράψει. Έτσι σε γενικές γραμμές είναι φτιαγμένο το σύστημα εργασίας εντός και εκτός Ιδρύματος και κανείς, ποτέ δέ σκέφτηκε να το αλλάξει με κάποιο άλλο. Εκτός από τους Ανήσυχους.

Ήθελε να πει σε όλους, πως έχασε τον πατέρα του και το μόνο κοντινό πλάσμα, που του ‘μεινε στη γη, είναι μια λυπημένη μάνα, που περιμένει από αυτόν και μόνο, όμως αυτός δέν έχει από κανέναν να περιμένει τίποτα... και το μόνο, που τού έμαθαν σε όλα τα σχολεία, που τον στείλανε, ήταν να περιμένει. Ήθελε να κλάψει τόσο δυνατά και να ξεσπάσει σε χίλιες φωνές, ουρλιαχτά και θρήνους μαζί. Οι φλέβες χτυπούσαν στο λαιμό και στα μηνίγγια του. Δέν αντέδρασε. Το βράδυ σχόλασε μια ώρα αργότερα. Η διεύθυνση στα πλαίσια των ανταποδοτικών αναδρομικών κρατήσεων, ανακοίνωσε εθελοντική υπερωρία και όλοι παρέμειναν
υποχρεωτικά στο πόστο τους.

Το Ίδρυμα, φροντίζει εξ’ ορισμού για το καλό των εργαζόμενων! Το καλό των εργαζόμενων ασφαλώς το γνωρίζει μόνο το Ίδρυμα και όχι οι εργαζόμενοι. Αν οι εργαζόμενοι γνώριζαν το καλό τους, πιθανόν θα γνώριζαν κι άλλα, κι αυτό δέν είναι ασφαλές για κανέναν στην Πόλη και περισσότερο για τους Φιλήσυχους. Οι τελευταίοι, είναι και το μεγαλύτερο ποσοστό των πολιτών, εντός κι εκτός Ιδρύματος. Οι Ανήσυχοι, μια φάρα, που γενικά διαφωνεί με όλους και με όλα, είναι σαφώς λιγότεροι από τους Φιλήσυχους. Θα μπορούσε κανείς να πει, πως λόγω μικρού αριθμού οι Ανήσυχοι είναι και ακίνδυνοι, αφού ούτε μπορούν να βλάψουν κανέναν ούτε και το επιθυμούν. Οι Ανήσυχοι, θα μπορούσαν -αν και λίγοι- να γίνουν πολύ επικίνδυνοι για την Πόλη και το Ίδρυμα, μόνο και μόνο γιατί διαφωνούν με όλα, όμως οι Φιλήσυχοι, που είναι περισσότεροι και ολωσδιόλου αλλοτριωμένοι, προστατεύουν με τον τρόπο της ζωής τους αυτό, που οι Ανήσυχοι μάχονται με την ίδια τους τη ζωή.

Ήταν μια καλή ευκαιρία, πίστευε ο πατέρας του, η δουλειά στο Ίδρυμα, μέχρι να αποφασίσει τί θέλει να γίνει ή απλά να κάνει ως το τέλος τής ζωής του. «Όλοι, έλεγε ξεφυσώντας ο πατέρας, κάπως έτσι ξεκινάνε. Και μετά, με τις υποχρεώσεις και τους λογαριασμούς στο σπίτι να τρέχουν, ποιος μπορεί να καλλιεργήσει τις κλίσεις του και να κυνηγήσει το Όνειρο; Τα Όνειρα είναι για τους Λίγους, για τους υψηλά ιστάμενους στο μεγάλο Ίδρυμα, όχι για τους Βασικούς». Ναι. Γέννημα θρέμμα Βασικός ο ίδιος, σαν τον πατέρα του και τον πατέρα τού πατέρα του, ήταν μάλλον ακατόρθωτο να αλλάξει κατηγορία σ’ αυτή τη ζωή, αφού είχε συμπληρώσει πια τα 35 και πλέον δύσκολα θα μπορούσε να πραγματοποιήσει το μεγάλο του Όνειρο… Ο πατέρας έμοιαζε να μήν έχει καν Όνειρο. Ή αν είχε, το ξέχασε κάπου στο δρόμο, κυνηγώντας τις ανάγκες δυο παιδιών και μιας φιλάσθενης συζύγου, με τα λιγοστά, που έβγαζε δουλεύοντας σε περιστασιακές -εκτός Ιδρύματος- κακοπληρωμένες δουλειές.

Οι Ανήσυχοι προσπαθούν με τη ζωή τους να ανατρέψουν το Ίδρυμα, όμως οι Φιλήσυχοι δέν το επιτρέπουν, απλά και μόνο απαγορεύοντας τα πάντα και ταυτόχρονα, παντού, χωρίς να προτείνουν τίποτα, που να επιτρέπεται για αντάλλαγμα. Οι Φιλήσυχοι πάλι, είναι οι πιο χρήσιμοι για το Ίδρυμα: χάρη σ’ αυτούς το Ίδρυμα θα στέκει για πάντα αγέρωχο στο κέντρο τής Πόλης και θα δείχνει, πως ποτέ δεν θα καταφέρουν να το πλήξουν οι Ανήσυχοι. Το σπουδαίο είναι, πως οι Φιλήσυχοι είναι αριθμητικά όσοι οι κόκκοι τής άμμου και τα κάνουν όλα δωρεάν για το Ίδρυμα, δεν ανήκουν ούτε στους Φύλακες, ούτε και στους Λίγους κι εκλεκτούς, για να πληρώνονται. Ανήκουν σαν τάξη στους Βασικούς, μόνο που έχουν υποστεί ειδική αλλοίωση με τις κλασικές μεθόδους, που όλοι γνωρίζουν, από τα παιδικά τους χρόνια.

Όσο ζούσε ο πατέρας, ο ίδιος είχε κατά νου να παραιτηθεί. Κάθε πρωτοχρονιά αυτήν την ευχή έκρυβε στο κομμάτι τής βασιλό- πιτας, κάθε καλοκαίρι αυτή την ευχή φύλαγε για κάθε αστέρι, που έπεφτε. Να παραιτηθεί! Πολλοί το ονειρεύτηκαν, λίγοι
το κατάφεραν και απ’ αυτούς οι μισοί τρελάθηκαν. Όμως αυτός δέ θα τους έκανε τη χάρη! Έλεγε κάθε μέρα από μέσα του ένα-ένα τα επιχειρήματα, που είχε ετοι- μάσει, τα ζύμωνε ξανά και τα επεξεργάζονταν, ανέλυε σε βάθος τον πρόλογο, τη συνέχεια, τον επίλογο.

Από καιρό σε καιρό οι Ανήσυχοι, οργανώνουν μικρές ή μεγαλύ- τερες επιθέσεις στο Ίδρυμα, όμως αυτό, φροντίζει να έχει επαρκή αριθμό Φιλήσυχων, για να το υπερασπίζεται αυθόρμητα. Οι Φιλήσυχοι -και όχι το ίδιο το Ίδρυμα- είναι αυτοί, που εγγυώνται στην ουσία τη σταθερότητα τού Ιδρύματος, οπότε κάθε είδους επένδυση στους Φιλήσυχους, δέν είναι ποτέ μια χαμένη επένδυση. Αν οι Φιλήσυχοι ήθελαν, θα ανέτρεπαν και το ίδιο το Ίδρυμα, όμως δέν τους έχει περάσει καν από το νου -τον οποίο τον ονομάζουν Κοινό, γιατί είναι ο ελάχιστος και τον χρησιμοποιούν όλοι μαζί για πιο γρήγορα. Είτε πρόκειται λοιπόν για διαφήμιση αναψυκτικού είτε πρόκειται για στρατιωτική επέμβαση, οι Φιλήσυχοι και ο Κοινός τους νους είναι το κλειδί. Μόνο σε μερικές, τις λεγόμενες «μεμονωμένες περιπτώσεις», οι επιθέσεις στο Ίδρυμα, γίνονται από τους ίδιους τους Φιλήσυχους που τις προσάπτουν με δόλο στους Ανήσυχους. Από όπου κι αν προέρχονται οι επιθέσεις, εξαπολύονται μεγάλα κυνηγητά προς τους Ανήσυχους, από τους Φιλήσυχους, αλλά κι από τους επαγγελματίες Φύλακες, που έχουν τα πιο σύγχρονα όπλα στην υπηρεσία τους και την πιο σιχαμένη απόχρωση τού καφέ, για Όνειρο.

Δέν είναι δα κι εύκολο! Από μικρός δέν ήταν και κανένα επαναστατικό πνεύμα, κάθε άλλο. Με δυσκολία θυμάται, πως πήρε κάτι σαν πρωτοβουλία κάπου στο Λύκειο χωρίς καμμιάς μορφής συνέχεια. Ήθελε τόσο πολύ να κάνει περήφανους τους γονείς του, που παραμέρισε κάθε δική του ευχαρίστηση. Μετά, έμπλεξε την ευχαρίστηση του να βλέπει τον πατέρα του να χαμογελά, με την ευχαρίστηση του να γίνει αυτό, που πραγματικά επιθυμεί... Και όλα αυτά τα χρόνια στο Ίδρυμα, που μεγάλωνε μαζί με την υπομονή του, έμπλεξε μαζί και το καθήκον και από κει χάθηκε εντελώς. Πώς συνέβη αλήθεια κι έπεσε στου εαυτού του την παγίδα; Ένα ζωηρό, σπινθηροβόλο αγόρι πήγε κι έγινε ένας ακόμη θεματοφύλακας, ένας παρίας...

Το Ίδρυμα άλλοτε επιβραβεύει και άλλοτε επιβάλει με τη βία, το δοκιμασμένο πρότυπο τού μέσου όρου στους κατοίκους τής Πόλης. Ασφαλώς, με στόχο το μέσο όρο απόδοσης σε όλα τα επίπεδα –εργασίας, διανόησης, αποδοτικότητας, παροχών και διαφόρων άλλων- οι Φιλήσυχοι ισχυροποιούν μεν τη θέση τους σαν Κοινός νους, διαιωνίζουν δε την παντοδυναμία τους. Με καμπύλη ανάπτυξης, που στοχεύει στη μέση τιμή τού μέσου όρου τού Μέσου πολίτη-καταναλωτή-ιδιώτη-Φιλήσυχου, δέ μπορεί, παρά να πέφτει κάθε χρόνο, κατά τα προβλεπόμενα ασφαλή ποσοστά, το πνευματικό επίπεδο και η ποιότητα διαβίωσης. Αυτό είναι προφανώς και το επιθυμητό, ένας αλγόριθμος, που δουλεύει μόνος του και ακόμα καλύτερα: αυτοτροφοδοτείται.


Δέν ψέλλιζε σήμερα, δέν μουρμουρούσε. Έφτασε ως εδώ με βάδισμα πεταχτό κι ανάλαφρο, ενώ ένοιωθε σε κάθε βήμα τη δροσιά τού πρωινού σαν ευλογία. Στην ίδια τόσα χρόνια διαδρομή, είδε ένα αλλιώτικο ήλιο, λιγότερο μάταιο να φωτίζει την Πόλη. Εκεί, που όλα είχαν πεθάνει, είδε γωνιές, που αγαπούσε να κρύβεται παιδί, είδε δέντρα, που είχε σκαλίσει με μαχαίρι, είδε λίμνες, θάλασσες κι άκουσε φωνές μέσα κι έξω του. Διέσχισε φωτιές αναμμένες στους δρόμους και είδε τους παλιούς του φίλους να διασχίζουν αντικανονικά τη διασταύρωση με παιδικά ποδήλατα. Είδε τη μητέρα, νέα κι λυγερή, να τον κρατάει με λατρεία μπροστά από το σιντριβάνι. Εκείνο το κορίτσι με τα διψασμένα μάτια κάτω από το υπόστεγο... Περπάτησε ίσια στο Φύλακα και τού παρέδωσε τα χαρτιά Αποπομπής του χωρίς να χαμηλώσει το βλέμμα. Ο πατέρας του πέθανε μαζί με την ευχαρίστησή του να τον κάνει περήφανο.

Η Επιβίωση των Ανήσυχων -σε ένα κόσμο, που ελέγχεται και δουλεύει για τους Φιλήσυχους- είναι ένα μυστήριο, που δέν κατάφερε κανείς να λύσει ως τώρα. Μυστήριο: μια μεγαλειώδης, περίπλοκη αλήθεια, βαθειά κι ασύλληπτη, που κάνει να φαίνονται μπροστά της όλες οι άλλες αλήθειες, μικρές, ψεύτικες κι ανούσιες... Κάτω από το πέπλο του, που απλώνεται σα μυστικός ιστός στην Πόλη, οι Ανήσυχοι οργανώνουν απόκρυφες συναντήσεις, γιορτάζουν άυλες γιορτές, χορεύουν χωρίς κούραση, τραγουδούνε σιωπηλά, κάνουν έρωτα. «Κάποιοι» λένε, πως ο λόγος, που δέν εξαφανίζονται οι Ανήσυχοι από το πρόσωπο τής Γης (παρ’ όλες τις απίστευτες παγίδες, που τους στήνουν στους αιώνες οι Φιλήσυχοι), είναι, ότι μπορούν κι αγαπούν κάτι, έξω από τον εαυτό τους, κι αυτό μάλιστα το μοιράζονται μεταξύ τους. Ποτέ δέν έγινε γνωστό για το «τί» ακριβώς πρόκειται. Αυτοί οι «κάποιοι» συμπληρώνουν με τρόμο, πως οι Ανήσυχοι είναι ικανοί να αγαπήσουν τα πάντα!

Σωσώ Ζερό


το διαβάσαμε ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου