Σελίδες

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

Η βιομηχανία της ασφάλειας των συνόρων


Σύρος πρόσφυγας πηδάει τον φράχτη, στα ουγγροσερβικά σύνορα, κοντά στο Ασοθάλομ.
Φωτογραφία: Laszlo Balogh/Reuters

του Μάρτιν Λέμπεργκ Πέτερσεν

μετάφραση: Γιάννης Χατζηδημητράκης

Το Border Criminologies (ένα διεθνές δίκτυο ερευνητών, ακτιβιστών και μελετητών, με βάση το Κέντρο Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης) εγκαινίασε, στις 26 Οκτωβρίου, μια σειρά άρθρων με γενικό τίτλο «Τhe Industry of Illegality», με συντονιστή τον Ruben Andersson (μεταδιδακτορικό ερευνητή στο LSE και στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης). Τα άρθρα θα είναι αφιερωμένα στο «επικίνδυνο εγχείρημα» της κατασκευής διαχείρισης της κατάστασης του «παράνομου» μετανάστη, από τα ευρωπαϊκά κράτη και την Ε.Ε. Δημοσιεύουμε σήμερα το πρώτο από τα άρθρα αυτά, γραμμένο από τον Martin Lemberg-Pedersen (μεταδιδακτορικό ερευνητή στο Centre for Advanced Migration Studies του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης), που δημοσιεύθηκε στις 28.10.2015, με τίτλο «Unravelling the Drivers behind EU Border Militarization». Eυχαριστούμε την Αναστασία Χαλκιά που μας το υπέδειξε.

........................
Καθ’ όλη τη διάρκεια της τωρινής προσφυγικής κρίσης, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί επιμένουν ότι οι διακινητές φέρουν ακέραια την ευθύνη για τις τραγικές απώλειες στα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε. Αντί να αναζητούν τους λόγους στο συστηματικό κλείσιμο των νόμιμων οδών προσφύγων (και κατά συνέπεια στην αιτία που οι πρόσφυγες αναγκαστικά προσφεύγουν στους διακινητές), οι ηγέτες της ηπείρου προτιμούν να μεταφέρουν την ευθύνη προς τα έξω, χαρακτηρίζοντας τους διακινητές «δουλέμπορους». Βέβαια, δέχτηκαν έντονη κριτική γι’ αυτή τη βολική για τους ίδιους επιχειρηματολογία, από περισσότερους από 700 επιστήμονες που ασχολούνται με τη μετανάστευση και τη (σύγχρονη) δουλεία.


Μέχρι στιγμής, οι πολιτικοί της Ε.Ε. έχουν οδηγήσει σε σημείο παραλογισμού αυτή τη λογική: επίθεση στους μοναδικούς φορείς που έχουν απομείνει να βοηθήσουν τους πρόσφυγες να διαφύγουν από τις εμπόλεμες ζώνες, με αιτιολογία ότι έτσι προστατεύουν τους πρόσφυγες! Η επιχείρηση της Ε.Ε. Νavfor Med, μια στρατιωτική επέμβαση εναντίον των Λίβυων διακινητών, βρίσκεται σήμερα στο δεύτερο από τα τρία στάδια της, πράγμα που συνεπάγεται την ανάπτυξη σκαφών, ελικοπτέρων, μη επανδρωμένων αεροσκαφών και υποβρυχίων, καθώς και μέχρι 950 Γερμανών στρατιωτών προκειμένου να καταστραφούν τα σκάφη των διακινητών. Παρά το ότι η έρευνα καταδεικνύει πως οι σκληρότερες πρακτικές ελέγχου των συνόρων στην πραγματικότητα ενισχύουν την παράνομη διακίνηση, παρά το ότι ακόμα και στρατιωτικές πηγές προβλέπουν υψηλό κίνδυνο «παράπλευρων απωλειών» στους πρόσφυγες, οι ηγέτες της Ε.Ε. εξακολουθούν να υιοθετούν τα σχέδια στρατιωτικής δράσης.

Ωστόσο, ενώ έχει γίνει μεγάλη συζήτηση για τη βιομηχανία της παράνομης διακίνησης, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί επιμένουν να αγνοούν τις συνέπειες μιας άλλης βιομηχανίας, μολονότι αυτή συνδέεται στενά με την επέκταση των δικτύων διακίνησης.
Η βιομηχανία αυτή, που συμπεριλαμβάνει ιδιωτικές εταιρείες ασφάλειας και στρατιωτικών επιχειρήσεων (Private Military and Security Companies-PSMCs), από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, αντιμετωπίζει τους ελέγχους συνόρων ως μια αναδυόμενη αγορά. Εταιρείες όπως η βρετανική BAE Systems, η ιταλική Finmeccanica, η γαλλική Thales ή η Airbus και η Boeing ανταγωνίζονται επιθετικά στην υπογραφή νέων συμβάσεων για τον έλεγχο των συνόρων σε μια εξαιρετικά επικερδή αγορά. Η αξία της, σε παγκόσμιο επίπεδο, βάσει της ανάλυσης της Frost & Sullivan υπολογίζεται σε 25,8 δισ. ευρώ για το 2012 και προβλέπεται να φτάσει τα 49,6 δισ. το 2020.

Το 2003, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάλεσε τους διευθύνοντες συμβούλους των EADS (αργότερα Airbus), BAE Systems, Thales και Finmeccanica να συμμετάσχουν σε μια «ομάδα προσωπικοτήτων» επιφορτισμένη με την παρουσίαση της μελλοντικής ατζέντας έρευνας για την ασφάλεια της Ε.Ε. Το –προβλέψιμο– αποτέλεσμα αυτού του φόρουμ ήταν μια έκθεση το 2004 η οποία αναφέρει ότι ο χρόνος είναι πολύτιμος αν η Ευρώπη θέλει να παραμείνει στην πρώτη γραμμή της αμυντικής τεχνολογίας, της έρευνας και της ανταγωνιστικότητας. Ακόμη και πριν από τη δημοσιοποίηση αυτής της έκθεσης, η Επιτροπή είχε ξεκινήσει την προπαρασκευαστική δράση σχετικά με την έρευνα για την ασφάλεια, μοιράζοντας μεταξύ του 2006 και του 2008, 65 εκ. ευρώ σε 39 έργα έρευνας και ανάπτυξης (R & D) σε PSMC για τεχνολογίες ασφάλειας και ελέγχου των συνόρων.

Μετά την έναρξη του Ευρωπαϊκού Προγράμματος Έρευνας για την Ασφάλεια το 2007, μέρος του προϋπολογισμού του, κόστους 1,4 δισ. ευρώ, διατέθηκε για την επιδότηση επιπλέον 35 έργων R & D το 2008, και 78 ακόμη τέτοια έργα το 2009. Ομοίως, ευρωπαϊκές PSMCs έχουν διαδραματίσει βασικό ρόλο στο ευρωπαϊκό σύστημα επιτήρησης των εξωτερικών συνόρων (Eurosur). Κατά το 2006, η Thales επιβραβεύτηκε με την κύρια σύμβαση για την πραγματοποίηση μιας μελέτης σκοπιμότητας, για την οποία συνεργάστηκε υπεργολαβικά με αρκετές άλλες ευρωπαϊκές PSMCs για την από κοινού ανάπτυξη του «συστήματος των συστημάτων», το οποίο συμπεριλαμβάνει δορυφόρους, ραντάρ, αισθητήρες και μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Είναι μόνο ένα παράδειγμα για το πώς η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία επιδιώκει με επιθετικό τρόπο τέτοιες συμβάσεις. Όσο τα φόρουμ της Ε.Ε. καλούν τους φορείς αυτούς να συμμετέχουν στη διαμόρφωση της πολιτικής, το αποτέλεσμα, στις πολιτικές των συνόρων, θα είναι η προσφορά να προσδιορίζει την ζήτηση, παρά το αντίθετο.

Στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την έναρξη λειτουργίας του Eurosur στα τέλη του 2013, η υπηρεσία εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε., η Frontex, κατέβαλλε επίσης ποσά από 30.000 έως 198.000 ευρώ σε εταιρείες ασφάλειας για επιδείξεις τεχνολογίας μη επανδρωμένων αεροσκαφών και θαλάσσιας επιτήρησης σε ημερίδες της. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά το συνολικό κόστος του Eurosur σε 338 εκ €, αλλά μια μελέτη του Ιδρύματος Heinrich Böll (των Γερμανών Πρασίνων) υποστηρίζει ότι ένα ποσό της τάξης των 874 εκατ. ευρώ, κατ’ ελάχιστον, είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα.

Τα πολιτικά και εμπορικά συμφέροντα της στρατιωτικοποίησης των συνόρων της Ε.Ε., επομένως, είναι προγενέστερα της τρέχουσας προσφυγικής κρίσης προσφυγικού, μόνο που δεν παρουσιάζονται ως τέτοια. Αντ’ αυτού, οι πολιτικοί συχνά παρουσιάζουν τη στρατιωτικοποίηση ως αποτελεσματική απάντηση στις πρόσφατες τραγωδίες. Η τραγωδία στη Λαμπεντούζα το 2013, για παράδειγμα, είχε χρησιμοποιηθεί για να παρουσιαστεί το Eurosur ως σωτήριο σύστημα, παρόλο που τα σχέδια ήταν στα σκαριά εδώ και επτά χρόνια και πάντα «προωθούνταν» ως «καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης». Ομοίως, ο πνιγμός 1.200 ανθρώπων έξω από τις ακτές της Λιβύης, τον Απρίλιο του 2014, είχε χρησιμοποιηθεί για να προωθήσει τα σχέδια της τρέχουσας στρατιωτικής επέμβασης στη Μεσόγειο.

Πέρα από την πολιτική βούληση για σκλήρυνση του ελέγχου της μετανάστευσης και της επιθυμίας της βιομηχανίας για μεγιστοποίηση των κερδών της, υπάρχει ένας ακόμη λόγος για την επέκταση του ελέγχου των συνόρων: το οικονομικό σύστημα στο οποίο κινούνται τα ευρωπαϊκά κράτη, τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. και οι PSMCs. Πίσω από τις PSMCs βρίσκονται διεθνή χρηματοπιστωτικά κεφάλαια, συμπεριλαμβανομένων τραπεζών, επιχειρήσεων επενδύσεων, hedge funds και χαρτοφυλακίων που παρέχουν και κυκλοφορούν το κεφάλαιο το οποίο στηρίζει την ευρωπαϊκή πολιτική ελέγχου των συνόρων.

Η Finmeccanica είναι μόνο ένα παράδειγμα. Εθνικές αρχές και διεθνείς τράπεζες όπως η JP Morgan και η Goldman Sachs είναι μέτοχοι αυτής της αμυντικής βιομηχανίας. Το 2009 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων χορήγησε σε θυγατρική της Finmeccanica συμπληρωματικό δάνειο ύψους 500 εκατ. ευρώ για την παραγωγή αεροναυτικών εξαρτημάτων που χρησιμοποιούνται για τα αεροσκάφη ελέγχου των συνόρων. Εν τω μεταξύ, εθνικοί οργανισμοί εξαγωγικών πιστώσεων έχουν χρησιμοποιήσει χρήματα των φορολογουμένων για να παρέχουν εγγυήσεις σε PSMCs για εξαγωγή εξοπλισμού ελέγχου στην Ανατολική Ευρώπη, τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή και ο διεθνής τραπεζικός τομέας είναι επίσης καθοριστικής σημασίας για αυτές τις διαδικασίες. Το 2010, 24 πιστωτικά ιδρύματα, συντονιζόμενα από την BNP Paribas και με συμμετοχή των Royal Bank of Scotland, Bank of America, Unicredit, Barclays, Citigroup, HSBC, JP Morgan και Goldman Sachs, εγγυήθηκαν στην Finmeccanica μία πενταετή πιστωτική γραμμή αξίας 2,4 δισ. ευρώ. Μέσα από αυτές τις αγορές μετοχών, δανείων και πιστωτικών γραμμών, μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί παίκτες είναι ουσιαστικοί υποστηρικτές της βιομηχανίας που αναδιαμορφώνει σήμερα τα ευρωπαϊκά σύνορα.

Το ανησυχητικό συμπέρασμα είναι, επομένως, ότι η στρατιωτικοποίηση του ελέγχου των συνόρων δεν είναι μόνο πολιτική επιθυμία για την προστασία των κρατών με τον αποκλεισμό ευπαθών ομάδων. Προωθείται, επίσης, από οικονομικά συμφέροντα που δεν γνωρίζουν σύνορα. Έτσι γίνεται ορατό ένα πρόβλημα: ακόμη και αν οι ευρωπαίοι πολιτικοί υιοθετήσουν –καθυστερημένα– μια πιο ρεαλιστική πολιτική για την κινητικότητα, θα αντιμετωπίζουν το λεγόμενο «lock-in effect» [1]: μια ολοκληρωμένη και υψηλής τεχνολογίας δομή ελέγχου των συνόρων, δομή προσανατολισμένη προς μια στρατιωτικοποιημένη αντιμετώπιση ανεπιθύμητων ανθρώπων και όχι προς έναν ακριβή διαχωρισμό των ροών των ανθρώπων, βάσει των λόγων φυγής τους ή των αναγκών τους για ανθρωπιστική προστασία. Κατά συνέπεια, το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Ποιος είναι αυτός που κατευθύνει της ευρωπαϊκής πολιτικής ελέγχου των συνόρων;

[1] Lock-in effect στα οικονομικά ονομάζεται το φαινόμενο στο οποίο ένας πελάτης βρίσκει δύσκολο να διακόψει τη σχέση του με μια εταιρία, ακόμα και αν το επιθυμεί· π.χ. σε μια πόλη όπου υπάρχει υποκατάστημα μίας μόνο τράπεζας (Σ.τ.Μ).

το διαβάσαμε στα ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου