Σελίδες

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

Έξοδος από την "πόλη των αγγέλων"



Τα φρένα του αμαξιού που φρέναρε απότομα στην άκρη του υψώματος ακούστηκαν σαν τσιρίγματα τρόμου. Τα οποία ωστόσο δεν έφταναν να ταράξουν τη συνηθισμένη σε αυτά "πόλη των αγγέλων", που ετοιμαζόταν να φορέσει τα βραδινά της. Οι πόρτες άνοιξαν απότομα και οι δύο έγχρωμοι επιβάτες, ο ψηλός, εμφανώς γυμνασμένος οδηγός και η λεπτή συνεπιβάτης, με τα μαλλιά που έπεφταν σαν κεχριμπαρένιο ύφασμα ως τη μέση της, πετάχτηκαν έξω. Σαν να γύρευαν επειγόντως αέρα να αναπνεύσουν. Κινήθηκαν για λίγο παράλληλα αλλά ακανόνιστα, σαν ελαφρώς μεθυσμένοι από φτηνό αλκοόλ και στάθηκαν στο χείλος λες και είχαν συνεννοηθεί. Από κάτω η εικόνα της αμερικανικής μεγαλούπολης, της μέκκας των πιστών του κινηματογράφου και των αστέρων του, που παραδινόταν στα πέπλα της νύχτας, έμοιαζε σαν λουσμένη στο φως διαστημική βάση. Που έπλεε με αμφίβολης σταθερότητας τροχιά μέσα στην άβυσσο του κοσμικού χάους.

Ο...κοίταξε τη σύντροφό του με το πιο μελαγχολικό χαμόγελο ίσως όλης της Δυτικής Ακτής εκείνο το βράδυ.
- Εnd of the road baby!
H...του ανταπέδωσε ένα αμήχανο χαμόγελο.
- Έτσι φαίνεται.
Για λίγα δευτερόλεπτα, που έμοιαζαν με μίνι αιώνα, επικράτησε ανάμεσά τους μια περίεργη σιωπή, που γρήγορα ταρακουνήθηκε βίαια από τις σειρήνες που άρχισαν να ακούγονται. Στην αρχή μακριά και μετά όλο και πιο κοντά...όλο και πιο απειλητικά.
Την κοίταξε με το ίδιο χαμόγελο.
- Το μετανιώνεις; Που φτάσαμε ως εδώ;
- Όχι! Όχι! απάντησε εκείνη με σταθερή αποφασιστική φωνή! Κάναμε καλά που ληστέψαμε εκείνη τη γαμημένη τράπεζα. Αλλά αργήσαμε! Θα'πρεπε να τη ληστέψουμε όταν ο...(κι εκείνη τη στιγμή ένιωσε πως δεν μπορούσε να προφέρει το όνομά του, ήταν πέρα από τις δυνάμεις της)...εκείνος αρρώστησε βαριά και μας αρνήθηκαν το δάνειο , ώστε να έχει την κατάλληλη θεραπεία. Λες να γλίτωνε; θα είχε ελπίδες το μωρό μας;
Την ίδια στιγμή ένιωσε τον πόνο να ξεχειλίζει απ'όλους τους πόρους της μα δεν έκλαψε, αν και θα το'θελε με όλο της το είναι. Για κάποιο λόγο που ούτε εκείνη κατανοούσε συνέχισε με σταθερή φωνή, ενώ οι σειρήνες ακούγονταν ακόμη πο κοντά:
- Motherfuckers! Δεν πληρούσαμε είπαν τις προϋποθέσεις! Όμως...καλά τους την κάναμε. Κι ακόμη καλύτερα που κάψαμε τα γαμημένα χρήματα μέσα στην τράπεζα, μπροστά στα μάτια όλων εκεί μέσα. (Ένα γέλιο εμφανώς νευρικής φύσεως την κυρίευσε ξαφνικά). Είδες τα βλέμματά τους; δεν το χώραγε ο νους τους που κάψαμε τα βρωμολεφτά και την κοπανήσαμε!
Εκείνος την κοίταξε και το βλέμμα του έμοιαζε με τρυφερή αγκαλιά:
-Ναι μωρό μου, έτσι ήταν!
Και τότε εκείνη ξέσπασε και τα δάκρυα έμοιαζαν να έχουν σπάσει το φράγμα και να ρέουν ανεξέλεγκτα:
- Μπορεί να τα φέρναμε δύσκολα βόλτα, αλλά ήμασταν ευτυχισμένοι. Με το σοκολατάκι μας! Δεν ήταν δίκαιο, ήταν μόνο έξι χρονών! Δεν πρόλαβε να ανθίσει και μαράθηκε σαν λουλουδάκι που δεν είχε τη σωστή φροντίδα! Να πάει να γαμηθεί και η ιδέα σου να ληστέψουμε την τράπεζα, και τι έγινε με το μήνυμα που τους στείλαμε; Μήπως θα γίνει αιτία να μπει σε σκέψεις, να αλλάξει έστω και λίγο αυτός ο γαμημένος κόσμος; Αυτός ο κόσμος που είναι φτιαγμένος μόνο για όσους έχουν την οικονομική δυνατότητα;
Εκείνος την άρπαξε στην αγκαλιά του και παρά το ηχηρό χαστούκι που εισέπραξε, συνέχισε να την κρατάει και να τη φιλάει στο κεφάλι, στα μάγουλα και πάλι στο κεφάλι, μέχρι που εκείνη σταμάτησε να σπαρταράει σαν αιχμαλωτισμένο αγρίμι και τον αγκάλιασε. Σφίγγοντάς τον με τόση δύναμη σα να φοβόταν μην εξαφανιστεί ξαφνικά και την αφησει μόνη με τα περιπολικά που πλησίαζαν και την πόλη που έχασκε αδιάφορη από κάτω.
-Πονάω! του είπε με τα μάτια και χωρίς να αρθρώσει λέξη.
-Κι εγώ! της απάντησε εκείνος βουβά.
Τα περιπολικά σταμάτησαν σε απόσταση αναπνοής από το παλιό αμάξι του ζευγαριού. Το οποίο σαν ένας άνθρωπος ένιωσε τις σειρήνες να του τρυπούν την καρδιά.
-Ήρθε η ώρα να τον συναντήσουμε μωρό μου. Μας περιμένει! (Αν και δεν το πίστευε αυτό, δεν ήταν θρήσκος, της το είπε όταν θυμήθηκε την ατάκα της, όταν είχαν πρωτογνωριστεί, ότι "κρατάει μια συγκρατημένη ελπίδα για την ύπαρξη του θεού").
Την κοίταξε με μάτια που φωτίστηκαν από μια παράξενη λάμψη που έκανε όλη τη φωταψία της νυχτερινής πλέον πόλης να ωχριά:
-Ας μην τους κάνουμε τη χάρη να τους προσφέρουμε μία ακόμη σύλληψη των "κακών".
Του ανταπέδωσε το ίδιο εξώκοσμο βλέμμα:
-Ναι μωρό μου! Το σοκολατάκι μας μάς περιμένει! Δεν πρέπει να το αφήσουμε άλλο μοναχούλι.

Εκείνος της χάιδεψε με απέραντη τρυφερότητα τα μαλλιά, καθώς ήδη στο άλλο χέρι βρέθηκε το πιστόλι που είχε πάνω του. Εκείνη τον μιμήθηκε και τράβηξε και το δικό της όπλο. Κοιτάχτηκαν ήρεμα στα μάτια και τα δευτερόλεπτα απόκτησαν τη δύναμη αιωνιότητας.
Οι άντρες με τα μπλε είχαν πεταχτεί ήδη έξω από τα περιπολικά, κρατώντας σφιχτά τα υπηρεσιακά τους περίστροφα κι έτοιμοι να πούνε το ποίημα. Δεν πρόλαβαν.
Ο συγχρονισμένος μαεστρικά διπλός κρότος έμοιαζε να πυροβολεί την ίδια τη νύχτα, την ίδια την πόλη και τους αγγέλους που της έδωσαν το όνομά τους. Τα δυο κορμιά σωριάστηκαν στο χώμα, το ένα δίπλα στο άλλο και δυο κόκκινες λίμνες άρχισαν να σχηματίζονται γύρω τους, μέχρι που δεν άργησε να ενωθούνε.

Για λίγο οι μπάτσοι τα χρειάστηκαν. Δεν το περίμεναν.
Την αμηχανία της στιγμής έσπασε ο πιο νέος αναμεσά τους που παράλληλα έξυνε το ξανθό κοντοκουρεμένο κρανίο του:
-Poor bastards!
O μοναδικός ανάμεσά τους έγχρωμος συνάδελφός του τον κοίταξε με ένα πλατύ χαμόγελο, που έκανε τα λευκά του δόντια να έρχονται σε χτυπητή αντίθεση με το χρώμα του προσώπου:
- It's OK! Μας γλίτωσαν κι από το κόπο να τους φάμε εμείς!

ανιχνευτής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου