Σελίδες

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

Ο γλυκόπικρος Μπωντλαίρ


"Από παιδί δύο συναισθήματα αντιμάχονταν στην καρδιά μου: η φρίκη της ζωής και η έκσταση της ζωής." (Η καρδιά μου ξεγυμνωμένη)

              


Ο Σαρλ Πιερ Μπωντλαίρ(1821-67) ήταν Γάλλος ποιητής.Σε ολόκληρο το έργο του, ο Μπωντλαίρ προσπάθησε να ενυφάνει την Ομορφιά με την Κακία, την βία με την ηδονή , καθώς και να καταδείξει την σχέση μεταξύ τους. Παράλληλα με την συγγραφή ποιημάτων σοβαρών και σκανδαλιστικών για την εποχή, κατόρθωσε επίσης να εκφράσει την μελαγχολία και την νοσταλγία. ( στοιχεία από wikipedia)
 σχόλιο νάμα:
Καταγοητευμένη από το απλό και λυρικό,  σκοτεινό (ίσως μακάβριο)  και χλευαστικό, προκλητικό αλλά συνάμα  συναισθηματικό  του ύφος  παραθέτω μερικά (από τα αγαπημένα μου) ποιήματά του:




Spleen
(Μετάφραση: K. Γ. Καρυωτάκης)

Είμαι σάν κάποιο βασιλιά σέ μιά σκοτεινή χώρα,
πλούσιον, αλλά, χωρίς ισχύ, νέον, αλλά από τώρα
γέρο, που τους παιδαγωγούς φεύγει, περιφρονεί,
καί την ανία του νά διώξει ματαιοπονεί
μ' όσες μπαλάντες απαγγέλλει ο γελωτοποιός του.
Τίποτε δέ φαιδρύνει πιά το μέτωπο του αρρώστου,
ούτε οι κυρίες ημίγυμνες, πού είν’ έτοιμες νά πουν,
άν το θελήσει, πώς πολύ-πολύ τον αγαπούν,
ούτε η αγέλη των σκυλιών, οι ιέρακες, το κυνήγι,
ούτε ο λαός, προστρέχοντας, η πόρτα όταν ανοίγει.
Γίνεται μνήμα το βαρύ κρεβάτι του, κι αυτός,
χωρίς ενα χαμόγελο, σέρνεται σκελετός.
Χρυσάφι κι αν τού φτιάνουν οι σοφοί, δέ θά μπορέσουν
το σαπισμένο τού είναι του στοιχείο ν’ αφαιρέσουν,
καί μέ τά αιμάτινα λουτρά, τέχνη ρωμαϊκή,
ιδιοτροπία των ισχυρών τότε γεροντική,
νά δώσουνε θερμότητα σ’ αυτό το πτώμα που έχει
μόνο τής Λήθης το νερό στίς φλέβες του καί τρέχει.

SPLEEN: Αγγλική λέξη, ελληνικής καταγωγής (σπλήν = σπλήνα),
υιοθετημένη από τούς γάλλους ποιητές και ιδιαίτερα τον Μπωντλαίρ σημαίνει: αναίτια μελαγχολία και ανία, αηδία για την ζωή.



Στὸν ἀναγνώστη

Ἡ ἀνοησία, τ᾿ ἁμάρτημα, ἡ ἀπληστία κι ἡ πλάνη
κυριεύουνε τὴ σκέψη μας καὶ φθείρουν τὸ κορμί μας,
κι εὐχάριστα τὶς τύψεις μας θρέφουμε στὴν ψυχή μας,
καθὼς ποὺ θρέφουν πάνω τους τὶς ψεῖρες οἱ ζητιάνοι.

Στὰ μετανιώματα ἄναντροι κι ἁμαρτωλοὶ ὡς τὴν ἄκρια,
ζητᾶμε πληρωμὴ ἀκριβὴ γιὰ κάθε μυστικό μας
καὶ ξαναμπαίνουμε εὔκολα στὸ βοῦρκο τὸν παλιό μας,
θαρρώντας πὼς ξεπλένεται μὲ τὰ δειλά μας δάκρυα.

Πάνω ἀπ᾿ τὸ προσκεφάλι μας ὁ Σατανᾶς γερμένος
πάντα στὰ μάγια τοῦ κακοῦ τὸ νοῦ μας νανουρίζει,
τὴ πιὸ ἀτσαλένια θέληση μεμιᾶς τὴν ἐξατμίζει,
αὐτὸς ὁ Μέγας χημικός, ὁ Τετραπερασμένος.

Ὁ Διάολος, τὸ νῆμα αὐτὸς κρατᾶ ποὺ μᾶς κουνᾶ!
Τὰ πράματα τὰ βρωμερὰ πιότερο τ᾿ ἀγαπᾶμε,
κι ὅλο καὶ πρὸς τὴ Κόλαση κάθε στιγμὴ τραβᾶμε,
μὲ δίχως φρίκη, ἀνάμεσα στὸ σκότος ποὺ βρωμᾶ.

Σὰν τὸ φτωχὸ ξεφαντωτὴ ποὺ πιπιλᾶ μὲ ζάλη
μιᾶς παλιᾶς πόρνης ἀγκαλιὰ πολιομαρτυρισμένη,
κλεφτάτα ἁρπάζουμε κι ἐμεῖς καμιὰ ἡδονὴ θλιμμένη,
ποὺ τήνε ξεζουμίζουμε σὰ σάπιο πορτοκάλι.

Σὰν ἕνα ἑκατομμύριο σκουλήκια, μυρμηγκώντας,
μὲς στὸ μυαλό μας κραιπαλοῦν τοῦ Δαίμονα τὰ πλήθη,
κι ὅταν ἀνάσα παίρνουμε, ὁ Θάνατος στὰ στήθη
σὰν ἄϋλος ποταμὸς κυλᾶ, σιωπηλὰ θρηνώντας.

Ἂν τὸ φαρμάκι κι ἡ φωτιὰ κι ἡ βιὰ καὶ τὸ μαχαίρι
δὲν ἔχουνε τὰ φανταχτὰ κεντίδια ἀκόμα κάνει
στὸ πρόστυχο τῆς μοίρας μας ἄθλιο καραβοπάνι,
εἶναι ποὺ λείπει ἀπ᾿ τὴ ψυχὴ τὸ θάρρος κι ἀπ᾿ τὸ χέρι.

Μὰ μὲς στὶς σκύλες, τοὺς σκορπιούς, τὰ φίδια, τὰ τσακάλια,
τοὺς πάνθηρες, τοὺς πίθηκους, τοὺς γύπες, τὰ θηρία
ποὺ γρούζουν, σέρνουνται, ἀλυχτοῦν κι οὐρλιάζουν μὲ μανία
μέσ᾿ στῶν παθῶν μας τὸ κλουβί, προβαίνει ἀγάλια,
θεριὸ πιὸ βρώμικο, κακό, τὴν ἀσκημιὰ νὰ δείξει!

Κι ἂ δὲ σαλεύει κι οὔτε ἀκούει κανένας τὸ οὐρλιαχτό του,
ὅλη γῆς θὰ ρήμαζε, καὶ στὸ χασμουρητό του
θὰ ῾θελε νὰ κατάπινε τὸν κόσμο -αὐτὸ ῾ναι ἡ πλήξη!-
πού, μ᾿ ἕνα δάκρυ ἀθέλητο στὰ μάτια τῆς κοιτάζεις,
καθὼς καπνίζει τὸν οὐκᾶ, κρεμάλες νὰ στυλώνει.

Καὶ ξέρεις, ἀναγνώστη, αὐτὸ τὸ τέρας πῶς δαγκώνει!
Ὦ ἀναγνώστη ὑποκριτή, ἀδέρφι ποὺ μοῦ μοιάζεις!

(μετάφραση Γ. Σημηριώτης)


Ὁ θάνατος τῶν ἐραστῶν

Κρεβάτια θὰ ῾χουμε ἄνθινα γεμάτα αἰθέρια μύρα·
ντιβάνια ὁλοβελούδινα σὰ μνήματα βαθιά·
στὶς ἐταζέρες λούλουδα παράξενα τριγύρα,
ποὺ ἀνοίξανε μόνο γιὰ μᾶς σὲ μέρη μαγικά.

Καὶ ποιὰ τὴν ἄλλη νὰ ὑπερβεῖ στὴν ὕστατη φωτιά τους,
οἱ δυὸ καρδιές μας -σὰ τρανὲς λαμπάδες δυό- μαζί
θὰ διπλοκαθρεφτίσουνε τὸ διπλοφώτισμά τους
στὰ πνεύματά μας ποὺ ῾ναι δυὸ καθρέπτες ἀδερφοί.

Καὶ μία βραδιὰ ὁλογάλανη, ρόδινη, μυστικὴ
θὲ ν᾿ ἀνταλάξουμε ἄξαφνα τὴν ἴδια ἀναλαμπή,
σὰν ἕνα μακροθρήνημα ποὺ φέρνει ὁ χωρισμός·

κι ἀργότερα ἕνας Ἄγγελος θά ῾ρθει φῶς νὰ χύσει,
-τὶς πόρτες μισανοίγοντας πιστὸς καὶ χαρωπός-,
στοὺς δυὸ καθρέπτες τοὺς θαμπούς,
στὶς φλόγες ποὺ ῾χαν σβήσει.


(μετάφραση Γ. Σημηριώτης)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου