Σελίδες

Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

Σκοτώνουν και τα δέντρα όταν γεράσουν



Tο παρόν είναι αφιερωμένο από εμάς στον μπαρμπα Νίκο, το κοσμογυρισμένο και θαλασσοδαρμένο ταξιδιάρη, τον "καραβόσκυλο" όπως αποκαλούσε ο ίδιος την αφεντιά του. Κάποτε μας είχε πει ότι είχε ακούσει αυτή τη λέξη σε μια παλιά ελληνική ταινία, του άρεσε γιατί λέει "του πήγαινε γάντι" και την οικειοποιήθηκε. Ερχόταν συχνά σ'ένα συνοικιακό καφενέ που συχνάζαμε κι εμείς, σχετικά πιτσιρικάδες ακόμα, για να πίνουμε φθηνή μπίρα ή και κάνα ούζο με τα "σέα και τα μέα του" και να φλυαρούμε για πολλά και διάφορα: για πολιτική, μουσικές, κοπελίτσες. Όταν όμως έσκαγε μύτη ο  γερο-θαλασσόλυκος και καθόταν στην αγαπημένη του γωνιά, τον κερνούσαμε κάνα καραφάκι, κι ας μη μας ξεχείλιζαν τα φράγκα απ' τις τσέπες, για να μας αφηγείται τις εκπληκτικές του ιστορίες που μας καθήλωναν. Κι ας υποψιαζόμαστε ότι του άρεσε πού και πού να τις εμπλουτίζει με γερές δόσεις "σάλτσας".

Το έκανε όμως με υπέροχο τρόπο, καθώς μας ταξίδευε στα πέρατα του θαυμαστού αυτού κόσμου.
Πότε μας έστελνε στη θάλασσα των Σαργασσών με τα μυθικά τέρατα ή στο τρίγωνο των Βερμούδων με τους γοητευτικούς θρύλους, πότε μας περπατούσε σε περίεργα στέκια του Χονγκ Κονγκ, μας ξεναγούσε σε μοναδικής ομορφιάς ή παραξενιάς μέρη κι άλλοτε μας εξίταρε τη λίμπιντο με περιγραφές Βραζιλιάνων και Κουβανέζων καρυάτιδων, για να μας συνιστά μετά αφροδισιακές ή εξωτικές συνταγές με πολύχρωμα μπαχάρια και άγνωστα για τους Δυτικούς εδέσματα κι ό,τι άλλο συναρπαστικό μπορεί να φανταστεί κανείς και με άφθονες δόσεις γνωστών κι άγνωστων αλκοολούχων "ροφημάτων" σε κάθε μακρινό λιμάνι. Κι εμείς δεν χορταίναμε ν' ακούμε. Συχνά έκλεινε τις ιστορίες του με την ίδια κουβέντα: "όπου γης και πατρίδα παίδες! Να είστε σε κίνηση φίλοι μου". Ίσως να΄μαστε και οι καλύτεροι φίλοι του. Είχε μάλλον ελάχιστους. Ο καφετζής μας είχε πει ότι οι γείτονες τον κορόιδευαν,
γιατί όταν γύριζε συχνά σουρωμένος το βράδυ σπίτι του, καθόταν και μιλούσε αρκετά λεπτά σε ένα δέντρο στο πεζοδρόμιο, μπροστά στο παραθύρι του! Κάτι που το είδαμε κι εμείς. Όπως και το κλάμα που έριξε όταν ο δήμος έκοψε το γέρικο δέντρο, γιατί όπως έλεγαν είχε αρρωστήσει. " Έρχεται σύντομα και η δικιά μου ώρα" μονολογούσε.

 Ο μπαρμπα Νίκος έζησε και πέθανε μόνος κι έρημος. Δεν ήταν κι απ' αυτούς που θα έριχναν εύκολα οικογενειακή άγκυρα και θα έμεναν μόνιμα σε ένα "λιμάνι". Τον πείραζε που λόγω γήρατος δεν μπορούσε να ταξιδεύει  και είχε "προσαράξει" σ'έ να μικρό σπιτάκι στη γειτονιά μας. Και μας έλεγε ότι η αξεπέραστη αγάπη της ζωής του ήταν το θαλασσινό αλάτι που νιώθεις να κολλά στο πετσί σου και σου προσφέρει μια ασύγκριτη αίσθηση ελευθερίας. Ακολουθούσαν ο Χεμινγουαίη, οι γυναίκες, το ρούμι και, από τότε κυρίως  που ξεβράστηκε στην Ελλάδα, το ούζο.
 Εμείς είχαμε μάθει ότι είχε, κάπου στη Νότια Αμερική κι έναν γιο με μια Λατίνα, η οποία είχε παντρευτεί τελικά έναν φραγκάτο ντόπιο και στεριανό. Όταν μάλιστα ανακάλυψαν τον παλιό ναυτικό νεκρό στο σπίτι του (καθώς κάποιος είχε μπει στο σπίτι να τον είχε ληστέψει κι αυτός έμεινε, όπως αποδείχτηκε, από ανακοπή), βρέθηκε δίπλα σ'ένα σπασμένο συρτάρι ένα χοντρό ημερολόγιο γραμμένο στα ισπανικά. Γεμάτο σημαντικές στιγμές της ζωής του και φωτογραφίες. Κι ένα χαρτί μέσα σ'αυτό να γράφει, ως τελευταία του επιθυμία, ότι αν τον βρουν ποτέ πεθαμένο να ταχυδρομήσουν "το βιβλίο της βόλτας του", όπως το είχε ονομάσει, στο γιο του τον Χουάν Χοσέ. Σε μια διεύθυνση της μακρινής Ν. Αμερικής.

Το παρακάτω είναι για σένα μπαρμπα Νίκο. Οι ιστορίες σου ακόμα μας ταξιδεύουν και μας επηρεάζουν!

Σκοτώνουν και τα δέντρα άμα γεράσουν

Το μπαούλο μέσα ξεχειλίζει από τα φαντάσματα του παρελθόντος και ο καθρέφτης μια μεγάλη οθόνη με τις αναμνήσεις του σκηνές από παλιές ταινίες, αγέραστες από του χρόνου τις ουλές.
Κι αυτός τις νύχτες μιλούσε αρκετά στο ροζιασμένο δέντρο που έμοιαζε με συνομήλικό του, εκείνο το δεντράκι έξω απ'το παραθυρό του. Συγκάτοικος στη μοναξιά του, βουβός και υπομονετικός εξομολογητής του. Κι αποκαμωμένος όταν έλεγε να ξαπλώσει πια, το δέντρο με το κοκαλιάρικο μακρύ του χέρι χτύπαγε το τζάμι απαλά: καληνύχτα!

Ένα βράδυ γύρισε πάλι πιωμένος και τρέκλιζε και γύρεψε πάνω στο φιλαράκο του να στηριχτεί
μα έκπληκτος βρέθηκε κάτω. Το δέντρο έλειπε απ'το πεζοδρόμιο.

Ο Ένοικος...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου