Σελίδες

Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

Ο ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΦΥΓΕ ΠΟΤΕ (ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ)


  


...συμπέρασμα (οδυνηρά εύστοχο και ιστορικά ρεαλιστικό κατ'εμέ) στο τέλος του εξαιρετικού αυτού άρθρου:
Εν ολίγοις, όσο κι αν η πρόσοψη της σημερινής Ελλάδας ξεγελάει τους αδαείς, το μόνο που άλλαξε από το 1453, είναι ότι το 1828 έφυγαν οι οθωμανοί -και ότι έκτοτε η βυζαντινή φεουδαρχία κυβερνάει χωρίς τη βοήθειά τους. Απολύτως τίποτε άλλο. 

Και μια σημαντική επισήμανση, στις αρχές του, περίπου:
σήμερα μπορούμε να αποφανθούμε με ασφάλεια ότι η επανάσταση απέτυχε. Δεν κατέστη εφικτό να δημιουργηθεί μια σύγχρονη ευρωπαϊκή ελληνική κοινωνία – όποια έννοια κι αν δίνει κανείς στη λέξη “σύγχρονη”. Η ελληνική κοινωνία παρέμεινε μεσαιωνική και βυζαντινή. Αλλά από τότε που εκχριστιανίστηκε αυτή η χώρα, έπαψε να παράγει οτιδήποτε που να έχει παγκόσμια σημασία. Και ούτε πρόκειται να ξαναπαράξει εάν προηγουμένως δεν αποβυζαντινοποιηθεί.

Ένα άρθρο που αξίζει να διαβάσετε προσεχτικά ως το τέλος, καθώς σκανάρει οριζόντια και κάθετα τις ιστορικές-κοινωνικές-πολιτιστικές πτυχές και παθογένειες της νεοελληνικής πραγματικότητας, από τη βυζαντινή φεουδαρχική κοινωνία και την ανολοκλήρωτη επανάσταση του'21 έως τις "θαυμαστές"μέρες μας.

ανιχνευτής

>Μια απόπειρα σκιαγράφησης των ιστορικών αιτιών της νεοελληνικής υπανάπτυξης

ΔΥΟ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΕΣ: 29/5/1453 & 25/3/1821.

Είναι μάλλον βέβαιο ότι όλοι σε αυτή τη χώρα γνωρίζουν τί συνέβη αυτές τις δύο χρονολογίες. Ωστόσο, έχουν όλοι αναρωτηθεί ποτέ ποιά θα ήταν η θέση μας ως λαού εάν το 1453 είχε επιλεχθεί από τους βυζαντινούς η υπαγωγή της επικράτειάς τους στη δυτική σφαίρα επιρροής αντί στην οθωμανική αυτοκρατορία; Πόσοι έχουν σκεφτεί ποτέ ποια θα ήταν η πολιτισμική, οικονομική κλπ. θέση της σημερινής Ελλάδας, αν την περίοδο που η υπόλοιπη Ευρώπη έβγαινε από τον Μεσαίωνα, οι βυζαντινοί δεν είχαν επιλέξει την οθωμανική κατοχή και –όπως αποδείχθηκε- την παράταση του μεσαίωνα;

Η ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΤΟΥ "ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ" ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ

Αυτό που έγινε το 1453 είχε για τη χώρα συνέπειες που δεν έχουν κατασιγάσει μέχρι σήμερα. Αυτοί που επέλεξαν να υπερασπίσουν τα τείχη της Κωνσταντινούπολης ήσαν μια δράκα “εκσυγχρονιστών” της εποχής: έμποροι και πλοιοκτήτες της Κωνσταντινούπολης που είχαν δοσοληψίες με την οικονομικά ανερχόμενη δυτική Ευρώπη, κάποιοι διανοούμενοι που είχαν πνευματικές δοσοληψίες κυρίως με την αναγεννησιακή Ιταλία και μια νέα ανακτορική κλίκα που είχε καταλάβει ότι τα κοινωνικά και τα διεθνή της ερείσματα δεν βρίσκονταν πλέον στα παραδοσιακά φεουδαρχικά βυζαντινά πλαίσια (1). Αλλά η κυρίαρχη τάξη του Βυζαντίου, δηλαδή οι μεσαιωνικοί φεουδάρχες –κυριότερος εκ των οποίων ήταν και παραμένει η ορθόδοξη εκκλησία- είχε ήδη συνθηκολογήσει κάτω από το τραπέζι δεκαετίες πριν με τους οθωμανούς και είχε φροντίσει να διαπραγματευτεί εγκαίρως τη διατήρηση των προνομίων της στο διαφαινόμενο νέο καθεστώς. Π.χ. η μοναστηριακά κατεχόμενη χερσόνησος του Άθω, είχε παραχωρήσει γην και ύδωρ στους οθωμανούς ήδη από τα τέλη του 14ου αιώνα. Επί δεκαετίες η τάξη αυτή απεχθανόταν και ένιωθε απειλημένη από κάθε τί δυτικό: θαλάσσιο εμπόριο, αναδυόμενη ευρωπαϊκή αστική τάξη, νέες παραγωγικές σχέσεις, αναγεννημένη παιδεία. Οι οθωμανοί με την πολιτισμική τους καθυστέρηση ήσαν για τους βυζαντινούς τσιφλικάδες απείρως προτιμότεροι σαν “κοινωνικοί εταίροι” από τους βενετούς και τους γενοβέζους εφοπλιστές και εμπόρους. Αλλά και οι ίδιοι οι οθωμανοί είχαν ανάγκη τις τοπικές κυρίαρχες τάξεις για να διοικήσουν αποτελεσματικά την τεράστια αυτοκρατορία τους. Η προνομιακή ταξική, διοικητική κλπ. θέση που η βυζαντινή γαιοκτημονική αριστοκρατία εξακολούθησε να διατηρεί στο οθωμανικό καθεστώς, αναδεικνύει την μεθοδική προεργασία που είχε ακολουθηθεί (1). Σχεδόν αμέσως μετά το 1453 η τάξη της βυζαντινής φεουδαρχίας μεταλλάχθηκε στους λαομίσητους κοτσαμπασήδες, δηλαδή τους τοποτηρητές του οθωμανικού καθεστώτος, οι οποίοι όχι μόνο είχαν διατηρήσει τις περιουσίες τους, αλλά είχαν επιπλέον ενισχυθεί και με τον επικερδέστατο ρόλο των φοροεισπρακτόρων. Ενώ από την εμπειρότατη στις μηχανορραφίες και ραδιουργίες βυζαντινή γραφειοκρατία προήλθαν οι διοικητικοί υπάλληλοι της οθωμανικής Πύλης, οι γνωστοί φαναριώτες. Φυσικά όλα έγιναν με τις ευλογίες της ορθόδοξης εκκλησίας, η οποία με το ιδεολογικό πρόσχημα της διατήρησης της “ορθής πίστης” έναντι των “αιρετικών” δυτικών, είχε κατορθώσει να πείσει τις εξαθλιωμένες μάζες των βυζαντινών κολλήγων να προτιμήσουν την οθωμανική κυριαρχία ως θεόθεν σταλμένη, για να τους προστατέψει από το θεωρούμενο ως παπικό μίασμα.


Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως με ανώτερους κληρικούς του ιστ΄ αι., οι οποίοι φέρουν σαρίκια και άμφια όμοια με των αξιωματούχων των σουλτάνων.


Οι οθωμανοί δεν φέρθηκαν αχάριστα: αντάμειψαν την εκκλησία με επιπλέον οικονομικές, διοικητικές, δικαστικές, πολιτικές κ.α. αρμοδιότητες και εξουσίες που δεν τις είχε ούτε επί βυζαντινής περιόδου. Αυτό σήμαινε στην πράξη η διατήρηση της “ορθής πίστης” έναντι των “αιρετικών” δυτικών. Η τουρκοκρατία υπήρξε η χρυσή εποχή της χριστιανικής ορθοδοξίας και το αντικείμενο των πιο σταθερών αναπολήσεών της. Έκτοτε η εκκλησία, καθαγιάζοντας την φεουδαρχική τάξη πραγμάτων, δεν έπαψε να αναθεματίζει και να αφορίζει όσους εξεγείρονταν κατά της συνδυασμένης εξουσίας κοτσαμπασήδων και οθωμανών. Έτσι ακριβώς αντέδρασε και με τους εξεγερμένους του 1821 (2).

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΗΚΕ ( ή: "όποιος κάνει μισές επαναστάσεις, σκάβει τον λάκκο του" -Λουί Αντουάν Λεόν ντε Σαιν Ζυστ, 1767-1794)

Θα περίμενε κάποιος ότι η επανάσταση του 1821 θα τερμάτιζε την παρατεταμένη περίοδο του μεσαίωνα στην Ελλάδα, αφού αποτελούσε ιδεολογικό απότοκο και μετασεισμό της γαλλικής επανάστασης και του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Αλλά τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Η τάξη των βυζαντινών φεουδαρχών, που επί τουρκοκρατίας είχε ενισχύσει τη θέση της -και που καιροσκοπούσε συμφεροντολογικά κατά τη διάρκεια της επανάστασης- κατόρθωσε για άλλη μια φορά να μεταλλαχθεί σε μια εξίσου παρασιτική τάξη κρατικοδίαιτων μεταπρατών, αεριτζήδων και ξεπλυματιών χρήματος, που έκτοτε παριστάνουν τους αστούς και τους βιομηχάνους υπεξαιρώντας δημόσιο χρήμα. Σε δική τους υπαιτιότητα πρέπει να αναζητηθεί η οικονομική υποτέλεια και ένδεια της χώρας. Ενώ οι βυζαντινοί φαναριώτες με την κρυψίνοια και τη χαμέρπεια εξαιτίας των οποίων έχουν μείνει στην Ιστορία, μεταλλάχθηκαν στον πολιτικό κόσμο της νεώτερης Ελλάδας (2). Όσο για τον λαό, παραμένει στο ίδιο μεσαιωνικά χαμηλό επίπεδο κοινωνικής και πολιτικής συνειδητοποίησης.
Να σημειώσουμε ότι στο μετεπαναστατικό διάστημα σημειώθηκε και η ιδεολογική ανασυγκρότηση της εξουσίας: από τον αμιγή -και μισελληνικό- χριστιανισμό που αποτελούσε την ιδεολογία του βυζαντινού μεσαιωνικού κράτους, οδηγηθήκαμε στον ελληνοχριστιανισμό, ένα εξόφθαλμα οξύμωρο σχήμα, που προσπαθεί να “εκσυγχρονίσει” την βυζαντινή ιδεολογία, παρουσιάζοντας ψευδεπίγραφα τον χριστιανισμό σαν ιστορικό κληρονόμο και συνεχιστή του ελληνικού πολιτισμού. Αυτό προσέδωσε στον βυζαντινισμό το ιδεολογικό κύρος που έπρεπε να ανακτήσει στην σύγχρονη εποχή. Το ότι ο χριστιανισμός υπήρξε ισοπεδωτής θεάτρων, συλητής ιερών, ξεθεμελιωτής σταδίων, εμπρηστής βιβλιοθηκών, εκκαθαριστής “ειδωλολατρικών” πληθυσμών, διώκτης επιστημόνων και αιματοβαμμένος προσηλυτιστής, το ότι η επικράτησή του δεν έγινε ειρηνικά, αλλά προαπαίτησε την ολοσχερή καταστροφή του προϋπάρχοντος ελληνογενούς πολιτισμικού μορφώματος, το ότι ο εθνικός αυτοπροσδιορισμός “έλληνας” είχε για πάνω από δέκα αιώνες απαγορευθεί και αντικατασταθεί από τον αστείο “ρωμηός” είναι ιστορικά γεγονότα, που έχουν απαλειφθεί από την σχολική διδακτέα ύλη. Και γι’ αυτό ούτε καν περνούν από το μυαλό των κατοίκων αυτής τη χώρας, που παριστάνουν τους απογόνους και τους συνεχιστές των αρχαίων ελλήνων. Παρεμπιπτόντως, κάτι άλλο που επίσης αποσιωπείται είναι ότι ο δυτικός πολιτισμός, τόσο στη ρωμαϊκή αρχαιότητα, όσο και σήμερα, εδράστηκε στον ελληνικό, με μόνη διακοπή κατά τη μεσαιωνική περίοδο. Με αυτή την έννοια οι δυτικοί λαοί είναι οι πραγματικοί αποδέκτες και διάδοχοι –έστω και με τον συζητήσιμο τρόπο που το κάνουν- του ελληνικού πολιτισμού. Εν πάση περιπτώσει αυτό που πρέπει να κρατήσει κάποιος από όλη αυτή την ιστορία, είναι ότι η νεοελληνική κοινωνία εξακολούθησε -και εξακολουθεί- να αναζητά την πολιτισμική της μήτρα στο μεσαιωνικό Βυζάντιο, παρά την ιδεολογικώς συμφεροντολογική επίκληση της αρχαίας Ελλάδας.


Ο τραπεζίτης, real estateman και "πλυντηριούχος" χρήματος, ηγούμενος Εφραίμ, σε αναμνηστική φωτογραφία με παρακοιμώμενούς του (δηλ. που είχαν την τιμή να κοιμούνται στο ίδιο μοναστηριακό κελί με αυτόν) ρωμηούς πολιτικούς


Η ΜΕΤΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΗΘΩΝ

Σήμερα μπορούμε να αποφανθούμε με ασφάλεια ότι η επανάσταση απέτυχε. Δεν κατέστη εφικτό να δημιουργηθεί μια σύγχρονη ευρωπαϊκή ελληνική κοινωνία – όποια έννοια κι αν δίνει κανείς στη λέξη “σύγχρονη”. Η ελληνική κοινωνία παρέμεινε μεσαιωνική και βυζαντινή. Αλλά από τότε που εκχριστιανίστηκε αυτή η χώρα, έπαψε να παράγει οτιδήποτε που να έχει παγκόσμια σημασία. Και ούτε πρόκειται να ξαναπαράξει εάν προηγουμένως δεν αποβυζαντινοποιηθεί.
Ο μεσαίωνας δεν εγκατέλειψε ποτέ αυτή τη χώρα, αλλά ζει και βασιλεύει με εκσυγχρονιστικό ψευδεπίχρισμα. Οι κυρίαρχες κοινωνικές ελίτ του Βυζαντίου επιβίωσαν για άλλη μια φορά.
Μαζί τους επιβίωσε η φεουδαρχική κουλτούρα τους, τα φεουδαρχικά οικονομικά και πολιτικά ήθη τους, η σχεδόν γονιδιακή κλίση τους στο να εξαγοράζουν και να εξαγοράζονται, η ενσυνείδητη πολιτισμική τους στασιμότητα.


Για παράδειγμα οι περίφημες πελατειακές σχέσεις στη νεώτερη Ελλάδα έχουν την απαρχή τους και το κοινωνιολογικό τους υπόβαθρο στις κοινωνικές και πολιτικές πρακτικές της βυζαντινής φεουδαρχίας. Στην επιβίωση αυτών των βυζαντινού τύπου σχέσεων πρέπει να αναζητήσουμε την ιστορική ρίζα της αναξιοκρατίας που αποτελεί τον θεμελιώδη κοινωνικό κανόνα στη σημερινή Ελλάδα. Η αναξιοκρατία είναι με την αλυσιδωτή σειρά της υπεύθυνη για την εξαγωγή/διωγμό των καλυτέρων μυαλών στην Εσπερία, για την κυριαρχία των μετριοτήτων ή –ακριβέστερα- των βλακών στην Ελλάδα (3), για την απαξίωση των μορφωμένων από την «πιάτσα»/αγορά και για την πολιτισμική στειρότητα αυτής της χώρας. Ειδικά το ζήτημα της βλακοκρατίας στην Ελλάδα αποτέλεσε από παλιά αντικείμενο επιστημονικής ενασχόλησης: ο κορυφαίος κοινωνιολόγος Ευάγγελος Λεμπέσης είχε εκδώσει μια σχετική εργασία με τον τίτλο «Η τεραστία κοινωνική σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω», ήδη από το 1940. Αυτή η νοοτροπία των κυρίαρχων ελίτ διαπότισε μέχρι και τα κατώτατα στρώματα της κοινωνίας, αφού, ως γνωστόν, οι ιδέες και οι αξίες της κυρίαρχης τάξης είναι σε κάθε εποχή οι κυρίαρχες αξίες και ιδέες. Χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι οι “αποκάτω” είναι άμοιροι ευθυνών...

Παράλληλα μας μετέδωσε το κόμπλεξ –αν όχι μίσος- για κάθε τί δυτικό. Αιώνες τώρα οι γενιές των ελλήνων γαλουχούνται με το δηλητηριώδες γάλα του πολιτισμικού απομονωτισμού και της συμπλεγματικής εθνικιστικής έπαρσης. Μπορεί να πιθηκίζουν συνεχώς τους δυτικούς π.χ. χρησιμοποιώντας την τεχνολογία τους, ή ακολουθώντας τη μόδα τους, αλλά δεν έχουν τις διανοητικές προϋποθέσεις να κατανοήσουν βαθύτερα ό,τι θεωρείται ως δυτικός πολιτισμός. Το ανομολόγητο κόμπλεξ απέναντι στη Δύση ξεκινάει από το 1453 και δεν απηχεί παρά τον προαιώνιο τρόμο της βυζαντινής φεουδαρχίας απέναντι στους κινδύνους, που εγκυμονεί για την παρασιτική της θέση η εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων στον δυτικό κόσμο. Έτσι ενώ η χώρα δεν στερείται καμμίας δυνατότητας να δημιουργήσει σοβαρή παραγωγική –και άρα βιοτική, πολιτισμική κλπ.- βάση, έχει καθηλωθεί από την κυρίαρχη μεταπρατική ψευτοαστική τάξη της σε παθητικό επιδοτούμενο, ή δανειζόμενο καταναλωτή των ξένων βιομηχανικών –και όχι μόνο- προϊόντων.


Η ΑΝΑΧΑΙΤΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΙΣΜΟΥ

Η συνέχιση της κυριαρχίας της βυζαντινής φεουδαρχίας αποτέλεσε επίσης το ισχυρότερο πρόσκομμα στην ολοκλήρωση της διαδικασίας του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού στον ελλαδικό χώρο (4). Ο Διαφωτισμός, το πολιτισμικό γεγονός, στο οποίο εξακολουθεί να έχει την ιστορική αφετηρία του ο σύγχρονος κόσμος, στην Ελλάδα κατεπνίγη λόγω της ισχυρής εκκλησιαστικής αντίδρασης σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα αλλά και αργότερα. Η αντίδραση της εκκλησίας στο διαφωτιστικό κύμα που σάρωσε την Ευρώπη έχει αποτυπωθεί κατεξοχήν στο ελληνικό Σύνταγμα. Εκεί αναφέρονται διάφορα απαράδεκτα για χώρα που θέλει να περνιέται για σύγχρονη, όπως τα περί “επικρατούσας” –επί ποίου άραγε;- θρησκείας, ή το αμίμητο –στο άρθρο 13- ότι “η σχολική εκπαίδευση οφείλει να μεριμνά” μεταξύ άλλων και για τη… θρησκευτική διαπαιδαγώγηση των μαθητών. Όπως είναι εξάλλου γνωστό η πλήρης ονομασία του υπουργείου παιδείας είναι “Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων”. Τα παραπάνω είναι αρκετά για να προσδώσουν στην Ελλάδα τον τίτλο της τελευταίας –έστω και συγκαλυμμένης- θεοκρατίας στον ευρωπαϊκό χώρο.



Η ΕΓΓΕΝΗΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΕΝΤΑΞΗΣ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΟΝ ΔΥΤΙΚΟ ΚΟΣΜΟ

Η Ελλάδα δεν πέρασε ποτέ από τις ιστορικές διαδικασίες της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, όπως ο υπόλοιπος δυτικός κόσμος. Το πολιτισμικό αυτό κενό είναι αδύνατο να υπερπηδηθεί και η χώρα να ενταχθεί ως δια μαγείας στον προηγμένο –όποια έννοια κι αν δίνει κάποιος σε αυτή τη λέξη- κόσμο. Είναι σαν να προσπαθεί κάποιος να πάει από την τρίτη δημοτικού στην έκτη, χωρίς να περάσει από τις ενδιάμεσες δύο τάξεις. Οι νεοέλληνες δεν συμμετείχαν -κι ούτε φυσικά μπορούν να συμμετάσχουν- στη διαμόρφωση της πνευματικής, καλλιτεχνικής, πολιτικής κλπ. παράδοσης των δυτικών λαών. Η αδυναμία αυτή είχε σαν συνέπεια, μια γενικευμένη πολιτισμική στρέβλωση, την οποία δεν χρειάζεται να ψάξουμε πολύ βαθιά για να την αντιληφθούμε. Αρκεί μια ματιά στις εξωτερικές όψεις και εκδηλώσεις της σύγχρονης νεοελληνικής κουλτούρας.


α) Παράδειγμα νεοελληνικής πολιτισμικής στρέβλωσης στην μουσική αντίληψη

Η σημερινή ελληνική μουσική έχει αποξενωθεί πλήρως από την κοινή δημώδη ευρωπαϊκή ρίζα της. Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι δεν διαφέρει ουσιαστικά σε τίποτα –μετρικά, θεματολογικά, εκφραστικά κλπ.- από το αντίστοιχο δυτιοευρωπαϊκό. Αυτό το κατανοεί εύκολα κάποιος αν απλώς το συγκρίνει με το αντίστοιχο ιρλανδέζικο, σκωτσέζικο, ιταλικό κλπ.. Ωστόσο η μακραίωνη ελληνική δημοτική μουσική παράδοση αντιμετώπισε την περιφρόνηση του συνόλου σχεδόν των συγχρόνων ελλήνων συνθετών και μουσικών. Αυτό οφείλεται στη βυζαντινορωμαίϊκη και όχι ελληνική, ή δυτική –το ίδιο είναι- συνείδηση αυτών των ανθρώπων. Το αποτέλεσμα είναι ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, το σύνολο σχεδόν της θεωρούμενης ως “έντεχνης” μουσικής που παράγεται στην σημερινή Ελλάδα, έχει την μετρική και τεχνική βάση της στην εξ’ Ασίας βυζαντινή –ενώ η λαϊκή μουσική έχει μεταλλαχθεί σε ένα, απλώς ελληνόφωνο, τούρκικο παρακλάδι. Αντιθέτως, στον δυτικό κόσμο παρατηρούμε μια αξιοποίηση της δημοτικής μουσικής παράδοσης, η οποία δείχνει απολύτως γόνιμη να δημιουργεί καινούριες μορφές. Π.χ. η κλασική μουσική τίμησε δεόντως τις δημοτικές μουσικές φόρμες των δυτικοευρωπαϊκών λαών, οι οποίες άλλωστε αποτελούν ένα μεγάλο μέρος των καταβολών της. Αλλά το ίδιο διαπιστώνουμε και σε λαϊκά μουσικά ιδιώματα, όπως η ροκ, που προήλθε από έναν παθιασμένο πολιτισμικό γάμο της αγγλόφωνης δημώδους μουσικής, της γνωστής κάντρυ, με την -εξίσου δημώδη- μουσική μπλουζ των αφροαμερικανών.


Σε όσους γνωρίζουν λίγο μουσική ιστορία, δεν μπορούν να μην έλθουν στον νου μερικοί ελληνικοί ροκ δίσκοι με διεθνή απήχηση, όπως το Phos των Socrates, το 666 των Aphrodite’s Child, ή το ομώνυμο των Ακρίτας: τα εν λόγω έργα αποδεικνύουν απλώς ότι στην Ελλάδα η δημοτική μουσική έγινε πηγή σύγχρονης έμπνευσης μόνο για τους λίγους εγχώριους ροκάδες μουσικούς, τη στιγμή που η κυρίαρχη τουρκοβυζαντινή μπουζουκοκουλτούρα, -λαϊκή, ή «έντεχνη»- είχε επικαθήσει σαν πηχτή μούχλα επάνω στα νεοελληνικά μουσικά πράγματα.



Tα εξώφυλλα δυο ιστορικών ελληνικών ροκ δίσκων : Phos των Socrates και του Βαγγέλη Παπαθανασίου (1976) και Ακρίτας των Ακρίτας (1973). Σε αντίθεση με το κύριο μουσικό ρεύμα, δηλαδή αυτό των βυζαντινοτραφών νεοελλήνων συνθετών (και ειδικά των "πολιτικοποιημένων"), οι λίγοι έλληνες ρόκερς εμπνεύστηκαν κατεξοχήν από την απαξιωμένη δημοτική (αγγλιστί: folk) μουσική. Το αποτέλεσμα ήταν (σε αντίθεση με την πρόσκαιρη επιτυχία των διαφόρων στρατευμένων της μεταπολίτευσης, που σήμερα οι δίσκοι τους βρίσκονται δικαίως στα αζήτητα) να παραχθούν καλλιτεχνικά έργα με διεθνή και διαρκή απήχηση.

Ένα δείγμα εδώ:

http://youtu.be/Ms0P29Xqldc

Βέβαια η μετρική δεν είναι η μόνη σημαντική διαφορά ανάμεσα στη ροκ και στην σύγχρονη ελληνική μουσική. Εξίσου καθοριστικές είναι η θεματική και νοηματική άβυσσος ανάμεσά τους. Το σύγχρονο ελληνόφωνο τραγούδι είτε «έντεχνο», είτε «λαϊκό» (ακατανόητη διάκριση που γίνεται μόνο στην Ελλάδα) χαρακτηρίζεται από θεματολογική πενία, και –στην περίπτωση του «έντεχνου- από διανοουμενίστικο ψευτοβάθος. Επίσης, από συναισθηματική φλυαρία, βύθισμα στον μελοδραματισμό και την αυτολύπηση και, όπως ήταν επόμενο, από παντελή έλλειψη πηγαιότητας. Εννοείται ότι ανάλογα πομπώδης και επιδεικτική είναι και η εκτελεστική ερμηνεία του. Είτε καταπιάνεται με κοινωνικά ζητήματα (που συνήθως τα αντιλαμβάνεται με στρατευμένη ηθικολογική απλοϊκότητα ως μάχη μεταξύ «καλού» και «κακού»), είτε με προσωπικά (συνήθως τύπου αισθηματικών μυθιστορημάτων), αυτό που βγάζει προς τον ακροατή είναι η ανωριμότητα, η μιζέρια και η δυσκολία έκφρασης των δημιουργών του –και βέβαια του λαού από τον οποίο προέρχονται και στον οποίο απευθύνονται. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν υπάρχει η περιγραφική οικονομία, η εξασκημένη στην ουσία ματιά, η συναισθηματική αποστασιοποίηση, το χιούμορ και γενικότερα η αίσθηση του μέτρου, που χαρακτηρίζει τόσο τη δημώδη μουσική (από την ελληνική μέχρι το μπλουζ), όσο και τη ροκ.

Η νεοελληνική πολιτισμική στρέβλωση που εντοπίσαμε στη μουσική εκδηλώθηκε και ως καταστολή στο κομμάτι εκείνο της νεολαίας που (ίσως από κάποιο υγιές αισθητήριο) "κοιτούσε" δυτικά. Αρκεί να ανατρέξουμε στις σχεδόν καθημερινές επιθέσεις της Κ.Ν.Ε. και του Ριζοσπάστη εναντίον της ροκ μουσικής στη δεκαετία του 1980. Η ροκ, είτε σαν κύρια, είτε σαν δεύτερη προτίμηση, εκτόπιζε σταδιακά στις προτιμήσεις της νεολαίας τα νεκραναστημένα ανταρτοτράγουδα της δεκαετίας του ’40 και τα βασισμένα στις βυζαντινές μουσικές κλίμακες αριστερά εμβατήρια, από τα οποία είχε κατακλυστεί η δεκαετία του ’70. Η αριστερά ένιωθε ότι έχανε την πελατεία της και μάλιστα το σημαντικότερο κομμάτι της, δηλαδή εκείνο που προερχόταν από τους νέους. Σταλινικοί σωβινιστές συνθέτες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ή λάβροι «θεματοφύλακες» της εγχώριας αγοράς πολιτισμικών προϊόντων, όπως η στομφώδης Μελίνα Μερκούρη, συνέτασσαν μανιφέστα ενός ιερού πολέμου εναντίον της «ξένης» μουσικής γενικώς (ακόμα και της κλασικής), ζητώντας τον αποκλεισμό ακόμα και αυτής της ισχνής παρουσίας της από το ραδιόφωνο. Αλλά ειδικά γύρω από τη ροκ είχε δημιουργηθεί ήδη ένα πιστό ακροατήριο ανθρώπων.
Οι ακόμα μεγαλύτεροι θα θυμούνται επίσης τους αφρούς λύσσας των ελληνοχριστιανών ταγών εναντίον της νεοδιαμορφούμενης ελληνικής ροκ κοινότητας στη δεκαετία του ’60 -ειδικά την περίοδο της δικτατορίας. Θα θυμούνται τις συλλήψεις με μοναδικό κριτήριο το μήκος των μαλλιών, τα κουρέματα στα αστυνομικά τμήματα, τις διαπομπεύσεις. Οι νεοέλληνες γονείς επικροτούσαν σιωπηρά αυτές τις πρακτικές της χούντας.

Αλλά στη δεκαετία του ’80 τον ρόλο του «ελληνοθεματοφύλακα» είχε αναλάβει –προς λύπην της χωρίς τις ίδιες δικαιοδοσίες, αλλά με τον ίδιο εθνικό ζήλο- η ελληνική πατριωτική αριστερά. Ήταν διασκεδαστικό να βλέπει κάποιος πώς για άλλη μια φορά συναντιούνταν και πώς έμοιαζαν μεταξύ τους –αλλά και διαχρονικά- οι ρωμηοί. Γιατί, πίσω από τις ιδεολογικές βιτρίνες τους παρέμεναν πάνω από όλα ρωμηοί και η εξ’ αμφοτέρων εξυμνημένη Ρωμηοσύνη όχι μόνο τούς περιείχε, αλλά και τους ένωνε.
Όσο για το πολιτισμικό εμπάργκο που επιχείρησαν οι αριστεροί πολιτισμικοί θεματοφύλακες της (β)ρωμηοσύνης, αποδείχθηκε ένα φιάσκο σαν αυτά που έστηνε η χούντα των εξίσου ρωμηών ελληνοχριστιανών συνταγματαρχών στο Καλλιμάρμαρο. Η νεολαία τους περιφρόνησε τόσο που δεν γύρισε καν να τους φτύσει: καθημερινά από τις τέσσερεις έως τις πέντε το απόγευμα όλοι οι ροκάδες της χώρας, ανεξαρτήτως ηλικίας, σταματούσαν ό,τι έκαναν για να ακούσουν το «καινούριο», των Pink Floyd, του David Bowie, των Talking Heads από την περίφημη εκπομπή του Γιάννη Πετρίδη. Για την ιστορία να πούμε ότι τον δρόμο στην πανελλαδική εμβέλεια για τον Πετρίδη, είχε ανοίξει ο τότε διευθυντής του Α’ Προγράμματος της ελληνικής ραδιοφωνίας, Μάνος Χατζηδάκης, άνθρωπος που είχε δεχτεί κι αυτός τα πτύελα των γραφικών "πολιτισμικών" θεματοφυλάκων της (β)ρωμηοσύνης.

Λίγο μετά το 1955 ένα κομμάτι της ελληνικής νεολαίας άρχισε να βρίσκει τον εαυτό του σε "αιρετικές" όψεις της δυτικής κουλτούρας, όπως η ροκ μουσική. Αρχικά ήσαν οι κατασυκοφαντημένοι τέντυ μπόυς (εναντίον των οποίων η "οργή" των "αγανακτισμένων" νοικοκυραίων επέφερε τον περιβόητο "νόμο 4000). Επί χούντας ακολούθησαν οι ψυχεδελικοί φρηκς ("φρικιά"), ενώ στη μεταπολίτευση τα πανέμορφα αυτά "άνθη του κακού" θα αυξηθούν αισθητά τόσο σε αριθμό όσο και ποικιλία (ψυχεδελικοί και νεοψυχεδελικοί, ροκαμπιλάδες, πανκς, νεοκυματικοί, χεβυμεταλλάδες κλπ.) που ακόμα και η απλή παρουσία τους θα κάνει τη σεμνότυφη (β)ρωμηοσύνη να νιώθει διαρκώς απειλημένη: δεν είναι τυχαίο που οι νέοι αυτοί κυνηγήθηκαν τόσο από τη ελληνοχριστιανική δεξιά, όσο και από την εξίσου γραφική και σωβινιστική ρωμηοαριστερά. Εδώ ένας έλληνας πανκ που συλλαμβάνεται κατά τη διάρκεια ταραχών τον Οκτώβριο του 1984 στην Α.Σ.Ο.Ε.Ε.
Το κομμάτι αυτό της ελληνικής νεολαίας υπήρξε και η μόνη πληθυσμιακή ομάδα που διατήρησε με έναν κάπως πιο μαζικό τρόπο την επαφή της χώρας με τον δυτικό πολιτισμό.


Η γενικότερη καχυποψία των νεολλήνων απέναντι σε σχεδόν κάθε πολιτισμικό προϊόν που έρχεται εκ δυσμών, βρίσκει το ιστορικό της πλαίσιο στην από αιώνων σύγκρουση μεταξύ βυζαντινισμού και δυτικού πολιτισμού και αποτελεί την συνέχιση, με σύγχρονους όρους, αυτής της σύγκρουσης.


β) Παράδειγμα νεοελληνικής πολιτισμικής στρέβλωσης στην πολιτική αντίληψη και πρακτική

Πολιτισμική στρέβλωση παρατηρείται επίσης και στην εισαγωγή πολιτικής σκέψης στην Ελλάδα. Τα σημαντικότερα πολιτικά ρεύματα και θεωρίες του δυτικού κόσμου, ο φιλελευθερισμός, ο σοσιαλισμός –μαρξισμός, αναρχισμός κλπ.- εισήχθησαν στη χώρα, όπως οποιοδήποτε άλλο προϊόν, χωρίς οι νεοέλληνες να έχουν την παραμικρή συμμετοχή στην διαμόρφωσή τους. Το αποτέλεσμα είναι η ελλιπής αφομοίωσή τους και ο στείρος μηρυκασμός τους. Η ανύπαρκτη παραγωγική ικανότητα των νεοελλήνων στον τομέα των ιδεών, συνέβαλλε στην ιδεολογική εξάρτηση των εν Ελλάδι κοινωνικών κινημάτων από τα αυθεντικά του εξωτερικού. Έτσι εξηγείται και η οργανική και διοικητική υποτέλεια των ελληνικών πολιτικών φορέων από τους αντίστοιχους του εξωτερικού και η πλήρης πρακτική ευθυγράμμισή τους με αυτούς, χωρίς την παραμικρή πρωτοτυπία. Την κατάσταση αυτή την “απολαύσαμε” κατεξοχήν κατά τη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου και του εμφυλίου που ακολούθησε. Αναφερόμαστε βέβαια, τόσο στην ξενοκίνητη δεξιά, όσο και στην εξίσου ξενοκίνητη αριστερά (5).

Τη διαφορά διανοητικού βάθους και πολιτικής συνειδητοποίησης μεταξύ των νεοελλήνων και των δυτικοευρωπαίων είναι πολύ εύκολο να την διαπιστώσει κάποιος συγκρίνοντας δύο αντίστοιχα ομοειδή “δείγματα”, από οποιαδήποτε πολιτική κοσμοθεωρία κι αν προέρχονται: ο νεοέλληνας κομμουνιστής, σοσιαλδημοκράτης, φιλελεύθερος, αναρχικός -ακόμα και φασίστας- μοιάζει μπροστά στους αντίστοιχους δυτικοευρωπαίους με μαθητή δημοτικού που απλώς παπαγαλίζει το ποιηματάκι του. Η διαφορά αυτή φαίνεται κατεξοχήν στην γλωσσική αρτηριοσκλήρωση των εν Ελλάδι πολιτικών χώρων: τα ίδια συνθήματα, τα ίδια φραστικά στερεότυπα, τα ίδια βαρετά τσιτάτα αναπαράγονται χωρίς την παραμικρή ανανέωση εδώ και δεκαετίες. Η γλωσσική στασιμότητα δεν αντικατοπτρίζει παρά τη στειρότητα και στασιμότητα στο επίπεδο των ιδεών και την αδυναμία των νεοελλήνων να παράγουν κάτι ιδεολογικώς καινοτόμο.

Η ουσιαστική ανυπαρξία εργατικού κινήματος στην Ελλάδα οφείλεται και αυτή στην φεουδαρχικού χαρακτήρα οικονομική και πολιτισμική απομόνωση των νεοελλήνων από τον σύγχρονο κόσμο. Ο γράφων γνωρίζει ότι ακούγεται βλάσφημος αλλά, αντιθέτως με ό,τι πιστεύεται, οι θεμελιώδεις εργασιακές κατακτήσεις ήρθαν κι αυτές στην Ελλάδα ως εισαγόμενες, στα πλαίσια των επιφανειακών εκσυγχρονισμών που κατά καιρούς επιχειρεί ο ελληνικός φεουδαρχικός ψευδοκαπιταλισμός. Μάλιστα, κατά τραγική ειρωνεία, σε κάποιες περιπτώσεις οι κοινωνικές κατακτήσεις του εξωτερικού θεσμοθετήθηκαν στην Ελλάδα όχι μόνο από εκσυγχρονιστές του Συστήματος, αλλά και από δικτατορίες: π.χ. η κοινωνική ασφάλιση – το γνωστό μας Ι.Κ.Α.- και η οκτάωρη εργασία νομοθετήθηκαν από τον Βενιζέλο και άρχισαν να λειτουργούν επί της δικτατορίας του Μεταξά. Δεν ισχυριζόμαστε ότι στην Ελλάδα οι εργαζόμενοι δεν αγωνίστηκαν κάποτε να βελτιώσουν τη θέση τους –ειδικά στην περίοδο του μεσοπολέμου. Αλλά αυτό από μόνο του δεν επαρκεί για να συνιστά εργατικό κίνημα με την αυθεντική δυτικοευρωπαϊκή έννοια, δηλαδή ως παραγωγού ιδεών, κοινωνικών ποιοτήτων και ενός νέου κοινωνικού προσανατολισμού. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, στις δυτικές χώρες το εργατικό κίνημα αποτελεί μέρος των εθνικών τους παραδόσεων και της συλλογικής μνήμης, κουλτούρας και συνείδησης.

Η εισαγωγή των συχνά αποκαλουμένων στην Ελλάδα ως “κατακτήσεων του λαϊκού κινήματος” έγινε όπως και με οποιοδήποτε άλλο δυτικό προϊόν, δηλαδή χωρίς συμμετοχή στη δημιουργία τους και χωρίς κατανόηση και αφομοίωση του νοήματος και της λειτουργίας τους. Έτσι δεν είναι ασυνήθιστο στην Ελλάδα, που ανέκαθεν οι “κατακτήσεις του λαϊκού κινήματος” έμεναν στα χαρτιά, τα θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα καταστρατηγούντο, ή που το σύστημα της κοινωνικής πρόνοιας έμοιαζε με παρωδία των αυθεντικών δυτικοευρωπαϊκών κλπ. Έτσι εξηγείται και το ότι σήμερα, όπου με το πρόσχημα της οικονομικής κρίσης τέθηκαν υπό αίρεση αυτές οι “κατακτήσεις” του “ελληνικού λαϊκού κινήματος”, οι νεοέλληνες δεν μπόρεσαν να τις προστατέψουν, ακριβώς επειδή ουδέποτε αγωνίστηκαν σοβαρά για να τις κερδίσουν.

Δεν είναι αξιοπερίεργο που μέσα σε ένα διάστημα λίγων μηνών οι διαδοχικές κυβερνήσεις των νεοκοτσαμπασήδων διέλυσαν και μεσαιωνοποίησαν πλήρως τις εργασιακές σχέσεις στη χώρα, αφού οι περισσότερες υπήρχαν μόνο σαν νομοθετημένα κουρελόχαρτα που ελάχιστοι εργοδότες σέβονταν. Όλα έγιναν με την κοινωνία των φιλήσυχων νοικοκυραίων να αντιδρά μόνο και μόνο για την τιμή των όπλων, δηλαδή με μερικές απεργίες / παρωδίες, κατευθυνόμενες από τα «καθωσπρέπει» καθεστωτικά συνδικάτα της δεξιάς και της αριστεράς.

Εν ολίγοις, όσο κι αν η πρόσοψη της σημερινής Ελλάδας ξεγελάει τους αδαείς, το μόνο που άλλαξε από το 1453, είναι ότι το 1828 έφυγαν οι οθωμανοί -και ότι έκτοτε η βυζαντινή φεουδαρχία κυβερνάει χωρίς τη βοήθειά τους. Απολύτως τίποτε άλλο.


Σημειώσεις
(1) Βλ.ΕΚΚΛΗΣΙΑ - ΦΕΟΥΔΑΡΧΕΣ ΕΠΙ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΜΕΘΟΔΕΥΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝ/ΛΗΣ: Πώς εξ αιτίας τους παρατάθηκε έως σήμερα ο βυζαντινός μεσαίωνας και χάθηκε η ευκαιρία τής πολιτιστικής μας επαναφοράς http://hypnovatis.blogspot.gr/2012/09/blog-post_23.html
(2) Βλ. ΔΙΑΦΘΟΡΑ- ΔΙΑΠΛΟΚH: ΑΠΟ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΣΤΟ ΒΑΤΟΠΕΔΙ: πώς η βυζαντινή κοινωνική παθογένεια αναγεννήθηκε κατά την τουρκοκρατία κι επιβιώνει στη σύγχρονη Ελλάδα http://hypnovatis.blogspot.gr/2012/09/h.html
(3) Βλ. Βλακοκρατία και βυζαντινοκρατία στη νεώτερη Ελλάδα: μια σύντομη επισκόπηση των ψυχικών εξαρτήσεων τού νεοβυζαντινισμού http://hypnovatis.blogspot.gr/2012/09/blog-post_7035.html
(4)Βλ. Η ΧΑΜΕΝΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ:πώς παραμείναμε φασκιωμένοι στη βυζαντινή μούμια http://hypnovatis.blogspot.gr/2012/11/blog-post_9.html
(5) Βλ.“ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ”: Η ΠΙΟ ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΙΕΡΗ ΑΓΕΛΑΔΑ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΚΡΑΤΟΥΣ - Η αποδόμηση του εν λόγω εθνικού μύθου από διεθνιστική επαναστατική πλευρά http://hypnovatis.blogspot.gr/2012/11/blog-post_23.html


Θ. Λ.  

ΠΗΓΗ: ΥΠΝΟΒΑΤΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου