Σελίδες

Σάββατο 12 Μαΐου 2012

Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Πολιτικός αγωνιστής (1929-1968)

Ο άνθρωπος που τολμούσε να ονειρεύεται, ο ηγέτης των Αφροαμερικανών που πυροβόλησε εξ επαφής τον εφιάλτη του ρατσισμού, ο εφημέριος από την Τζόρτζια που έβγαλε από την Αμερική τη θλιβερή λευκή κουκούλα της γεννήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1929. Οι Κινγκ ήταν μια μεσοαστική οικογένεια της Τζόρτζια γαλουχημένη στην παράδοση του μαύρου κλήρου των Νότιων Πολιτειών. Ο πατέρας και ο παππούς του ήταν βαπτιστές ιεροκήρυκες• το δεύτερο όνομα προστέθηκε όταν ο Μάρτιν ήταν μόλις πέντε ετών, ως φόρος τιμής στον Λούθηρο της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης.


Ήδη από τα πρώτα χρόνια της ζωής του το προστατευμένο οικογενειακό περιβάλλον δεν κατόρθωσε να τον κρατήσει μακριά από τον ζόφο της λευκής μισαλλοδοξίας. Πολύ αργότερα θα μιλήσει εκτενώς για τις κουρτίνες που στοίχειωσαν τα παιδικά χρόνια του, εκείνες που χρησιμοποιούσαν στις τραπεζαρίες των τρένων για να χωρίσουν τους λευκούς από τους μαύρους. «Ήμουν πολύ μικρός όταν βίωσα την πρώτη μου εμπειρία πίσω από την κουρτίνα. Ένοιωσα σαν να είχε πέσει μια κουρτίνα πάνω σε όλη μου τη ζωή».

Τεράστια επίδραση στην ήδη αφυπνισμένη σκέψη του άσκησε η φιλοσοφία της «πολιτικής ανυπακοής» και της «μη βίας» του Μαχάτμα Γκάντι καθώς και οι θεωρίες των σύγχρονων προτεσταντών θεολόγων.
Ο Κινγκ αντιλαμβανόταν τον θεό ως μια εμπρόσωπη οντότητα• ο άνθρωπος εκαλείτο να οδηγηθεί από τον θεό.
Ήταν σχεδόν ένα χρόνο εφημέριος της εκκλησίας των Βαπτιστών της λεωφόρου Ντέξτερ στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα, όταν η ολιγομελής ομάδα οπαδών του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα της πόλης εγκαινίασε τον αγώνα κατά των φυλετικών διακρίσεων στα δημόσια λεωφορεία. Αφορμή η σύλληψη την 1η Δεκεμβρίου του 1955 της μοδίστρας Ρόζας Παρκς, η οποία αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση της στο λεωφορείο σε ένα λευκό επιβάτη όπως όριζε η νομοθεσία φυλετικών διακρίσεων. Ένθερμοι εκπρόσωποι του ντόπιου μαύρου πληθυσμού έσπευσαν να ιδρύσουν την «Ένωση για την Πρόοδο» του Μοντγκόμερι με επικεφαλής τον Κινγκ.
Στη διάρκεια της παρθενικής ομιλίας του ως προέδρου της οργάνωσης επέδειξε την εξέχουσα ρητορική του δεινότητα: «Δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να διαμαρτυρηθούμε. Επί πολλά χρόνια έχουμε δείξει απίστευτη υπομονή. Έχουμε δημιουργήσει μερικές φορές στους λευκούς αδελφούς μας την εντύπωση ότι μας άρεσε ο τρόπος με τον οποίο μας μεταχειρίζονταν. Ήρθαμε όμως εδώ για να λυτρωθούμε από την υπομονή εκείνη που μας κάνει να υπομένουμε οτιδήποτε το λιγότερο από την ελευθερία και τη δικαιοσύνη». Το αμερικανικό έθνος είχε μόλις αποκτήσει μια νέα φωνή• 382 μέρες αργότερα οι μαύροι του Μοντγκόμερι είχαν αποκτήσει τη δική τους θέση στο λεωφορείο.
Αναγνωρίζοντας την ανάγκη ενός μαζικού μαύρου κινήματος, ο Κινγκ δημιούργησε την οργάνωση «Συνδιάσκεψη της Χριστιανικής Ηγεσίας των Πολιτειών του Νότου» εγκαινιάζοντας πλέον και επίσημα τον ισόβιο αγώνα κατά των φυλετικών διακρίσεων. Έχοντας εξασφαλίσει ένα ισχυρό βήμα στον Νότο ξεκινά τις ανθρωπιστικές περιοδείες του ανά τις ΗΠΑ, συζητεί με τους μαύρους για τα πολιτικά τους δικαιώματα, ακολουθεί την πολιτική της ενεργού μη βίας διοργανώνοντας καθιστικές διαδηλώσεις και πορείες διαμαρτυρίας, συναντά ξένους ηγέτες, δίνει πύρινους λόγους (εκείνο το θεόπνευστο «Έχω ένα όνειρο» στη διάρκεια μιας ειρηνικής «διαφυλετικής» συγκέντρωσης στην Ουάσιγκτον στις 28 Αυγούστου 1963 θα μείνει στην Ιστορία), διακηρύσσει ότι «έχει φθάσει η κατάλληλη στιγμή που μια συντονισμένη εξόρμηση εναντίον της αδικίας θα μπορούσε να αποφέρει μεγάλα και χειροπιαστά οφέλη».
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960 η δημοτικότητά του φθάνει στο αποκορύφωμά της. Το 1964 του απονέμεται το Νομπέλ Ειρήνης ενώ ψηφίζεται ο Νόμος περί Πολιτικών Δικαιωμάτων που εξουσιοδοτεί την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να επιβάλλει την απάλειψη των φυλετικών διακρίσεων στους δημόσιους χώρους και να διώκει ποινικά τις διακρίσεις τόσο στα κρατικά μέσα κοινής ωφέλειας όσο και στην απασχόληση.
Στις 4 Απριλίου 1968 ο μαύρος ηγέτης δολοφονείται σε ηλικία 39 ετών από έναν λευκό «αδελφό» ενώ στεκόταν στο μπαλκόνι του μοτέλ στο οποίο είχε καταλύσει με τους στενούς συνεργάτες του στο Μέμφις του Τενεσί. Στις 10 Μαρτίου 1969 ο δολοφόνος του Τζέιμς Ιρλ Ρέι ομολογεί και καταδικάζεται σε 99 ετών ειρκτή. (προηγούμενη ονομασία της κάθειρξης)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου