Του Μάκη Γεωργιάδη
Στις παρυφές της πόλης το ένα βουητό μοιάζει αδιάκοπο. Σχεδόν μονότονο. Αναμεμιγμένο με της βαριά υγρασία της άνοιξης η οποία μοιάζει να αιωρείται σα να θέλει να ζήσει όσο περισσότερο γίνεται μετά τη βροχή.
Στις παρυφές της πόλης αυτός ο αδιάκοπος βόμβος και μικρές κινούμενες λάμψεις που σκίζουν τα μαύρα πέπλα της νύχτας. Τόσο που να μην μπορείς να ξεκρίνεις από την απόσταση και την ομίχλη αν πρόκειται για αυτοκίνητα σε δρόμο ταχείας κυκλοφορίας, για κάποιες βιαστικές πυγολαμπίδες ή ακόμα ακόμα και για καύτρες τσιγάρων περιπλανώμενων διαβατών της νύχτας.
Στην άκρη της πόλης και στις παρυφές της νύχτας όπως σμίγουν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου με το σκοτάδι και εύκολα το νοθεύουν ώσπου να ξημερώσει έτσι νοθεύονται και κάποια όνειρα από ζοφερούς εφιάλτες. Ανακατεύεται η απελπισία με την ελπίδα. Ή με την προσμονή ενός καλύτερου ξημερώματος αλλά το σφυροκόπημα παραμένει ανελέητο.
Τι μπορεί να σημαίνει ένα καλύτερο ξημέρωμα; Πολλά… Πάρα πολλά…
Δουλειά, ψωμί, γάλα για τα παιδιά…. Μικρά καθημερινά πράγματα. Ένα λουλούδι, μια αγκαλιά, ένας έρωτας… Τόσο απλά και καθημερινά πράγματα.
Ανάγκες και θέλω που υποβαθμίζονται μέσα στον ορυμαγδό της επιβίωσης. Κατακρημνίζονται. Έτσι απλά… καθημερινά ή μάλλον σε καθημερινή βάση για να το πούμε ορθά… Στις παρυφές της αποξένωσης σκαμμένα μικρά ατομικά και άκρως ιδιωτικά, χαρακώματα. Χαρακώματα σκαμμένα με τα χέρια και ενίοτε με της ψυχής το αίμα. Βαθιές ουλές του πόνου κι ακόμα πιο βαθιές φυλακές του αδιεξόδου. Του αδιεξόδου της προσμονής να πέσουν κάποτε μέσα όλα αυτά τα μικρά καθημερινά και να αρχίσει η γιορτή. Να ανακατευτεί το ψωμί με τον έρωτα και η δουλειά με μια στοργική αγκαλιά.
Στις παρυφές της πόλης το ένα βουητό μοιάζει αδιάκοπο. Σχεδόν μονότονο. Αναμεμιγμένο με της βαριά υγρασία της άνοιξης η οποία μοιάζει να αιωρείται σα να θέλει να ζήσει όσο περισσότερο γίνεται μετά τη βροχή.
Στις παρυφές της πόλης αυτός ο αδιάκοπος βόμβος και μικρές κινούμενες λάμψεις που σκίζουν τα μαύρα πέπλα της νύχτας. Τόσο που να μην μπορείς να ξεκρίνεις από την απόσταση και την ομίχλη αν πρόκειται για αυτοκίνητα σε δρόμο ταχείας κυκλοφορίας, για κάποιες βιαστικές πυγολαμπίδες ή ακόμα ακόμα και για καύτρες τσιγάρων περιπλανώμενων διαβατών της νύχτας.
Στην άκρη της πόλης και στις παρυφές της νύχτας όπως σμίγουν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου με το σκοτάδι και εύκολα το νοθεύουν ώσπου να ξημερώσει έτσι νοθεύονται και κάποια όνειρα από ζοφερούς εφιάλτες. Ανακατεύεται η απελπισία με την ελπίδα. Ή με την προσμονή ενός καλύτερου ξημερώματος αλλά το σφυροκόπημα παραμένει ανελέητο.
Τι μπορεί να σημαίνει ένα καλύτερο ξημέρωμα; Πολλά… Πάρα πολλά…
Δουλειά, ψωμί, γάλα για τα παιδιά…. Μικρά καθημερινά πράγματα. Ένα λουλούδι, μια αγκαλιά, ένας έρωτας… Τόσο απλά και καθημερινά πράγματα.
Ανάγκες και θέλω που υποβαθμίζονται μέσα στον ορυμαγδό της επιβίωσης. Κατακρημνίζονται. Έτσι απλά… καθημερινά ή μάλλον σε καθημερινή βάση για να το πούμε ορθά… Στις παρυφές της αποξένωσης σκαμμένα μικρά ατομικά και άκρως ιδιωτικά, χαρακώματα. Χαρακώματα σκαμμένα με τα χέρια και ενίοτε με της ψυχής το αίμα. Βαθιές ουλές του πόνου κι ακόμα πιο βαθιές φυλακές του αδιεξόδου. Του αδιεξόδου της προσμονής να πέσουν κάποτε μέσα όλα αυτά τα μικρά καθημερινά και να αρχίσει η γιορτή. Να ανακατευτεί το ψωμί με τον έρωτα και η δουλειά με μια στοργική αγκαλιά.
Η δουλειά με τα λουλούδια ή με τα ποιήματα . Ή ακόμα και με ένα τραγούδι, μια μουσική.
Αργόσυρτη, θλιβερή, βελούδινη σαν κάποιο μαύρο μπλουζ. Δεν έχει και τόση σημασία όταν πια τριγύρω συντριπτικός είναι ο βόμβος από μονότονους θορύβους βαρέων οχημάτων. Προσμονές επί ματαίω που καμουφλάρονται στα χαρακώματα μιας ακόμα νύχτας.
Στις άκρες της πόλης βαθιά μέσα στη νύχτα. Ο κόσμος των καθώς πρέπει εξωθεί συνεχώς τους «κοινωνικά απόβλητους». Σημασία δεν έχει το γεωγραφικό πλάτος. Ο μηχανισμός λειτουργεί με την ίδια αμείλικτη σκληρότητα. Εξακολουθεί και χτίζει τείχη και απλώνει συρματοπλέγματα, αλλά τη νύχτα δύσκολα τα διακρίνεις.
Σε λίγο κέντρα ελέγχου κυκλοφορίας… Σε λίγο αδιαπέραστος ιστός απομόνωσης…. Η ζωή σου δεν σου ανήκει και σου κάνουν χάρη που ανέχονται την ύπαρξη σου. Η μηδαμινή αξία της ζωής ωστόσο κάνει αντιστρόφως ανάλογο το μέγεθος των ονείρων… είναι τέτοιο το βάρος και το εύρος τους που μπορεί να συνθλίψει τα τείχη
Πάντα αναρωτιέμαι μήπως εκεί, στις παρυφές της πόλης αλλά και της ίδιας της νύχτας σκάβονται τα ορύγματα της αντίστασης. Με τα χέρια και με το αίμα της ψυχής. Με τα φτυάρια αλλά και τη μολυβένια άκρη των σύννεφων. Αυτή που είναι ικανή να γίνει το πυρομαχικό στους καταπέλτες που κάποτε θα πολιορκήσουν τα εχθρικά και απροσπέλαστα τείχη. Αυτά τα μολυβένια σύννεφα που βρέχουν τις ανοιξιάτικες νύχτες και που η υγρασία που αφήνουν στην ατμόσφαιρα είναι τέτοια που κάνει ακόμη και τα σπίρτα να μουλιάζουν.
Τσιγάρα που ανάβουν με δυσκολία και πυγολαμπίδες να σκίζουν τη νύχτα καθώς οι άλλες πηγές φωτός εξέλιπαν και μαζί τους χάθηκαν και οι πεταλούδες της νύχτας που έστηναν γύρω τους ένα ερωτικό γαϊτανάκι αυτοκαταστροφής με τα φτερά τους να καίγονται… Ίσως κι αυτός ο συνεχής, ρυθμικός και αδιάκοπος βόμβος να αποδειχτεί τελικά ότι προέρχεται από τα σκαπτικά εργαλεία που ετοιμάζουν τα ορύγματα στις παρυφές της πόλης.
Με τον ίδιο τρόπο που οι σκλάβοι έσκαβαν το χώμα στις φυτείες του αμερικανικού Νότου και με το ρυθμό που έδινε η μουσική και τα τραγούδια τους. Με τη σαγηνευτική μαγεία των σύγχρονων μπλουζ… Στις παρυφές της νύχτας που όσο σκοτεινή κι αν μοιάζει είναι πάντα έτοιμη να διαλυθεί με τις πρώτες ηλιαχτίδες… Στις παρυφές της αντίστασης που όσο αδύναμη κι αν φαντάζει είναι πάντα έτοιμη να μετατραπεί σε αντεπίθεση… Ορύγματα στις παρυφές της νύχτας που ίσως μέχρι τότε αποδειχτούν πολύτιμα ονειροφυλάκια….
Μάκης Γεωργιάδης
XXIV – V - 2013
Το διαβάσαμε στο ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου